ΚΟΒΟΜΑΙ I cut myself |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
κόβω |
κόβουμε, κόβομε |
κόβομαι |
κοβόμαστε |
| κόβεις |
κόβετε |
κόβεσαι |
κόβεστε, κοβόσαστε |
| κόβει |
κόβουν(ε) |
κόβεται |
κόβονται |
Imper fect |
έκοβα |
κόβαμε |
κοβόμουν(α) |
κοβόμαστε, κοβόμασταν |
| έκοβες |
κόβατε |
κοβόσουν(α) |
κοβόσαστε, κοβόσασταν |
| έκοβε |
έκοβαν, κόβαν(ε) |
κοβόταν(ε) |
κόβονταν, κοβόντανε, κοβόντουσαν |
| Aorist |
έκοψα |
κόψαμε |
κόπηκα |
κοπήκαμε |
| έκοψες |
κόψατε |
κόπηκες |
κοπήκατε |
| έκοψε |
έκοψαν, κόψαν(ε) |
κόπηκε |
κόπηκαν, κοπήκαν(ε) |
Per fect |
έχω κόψει
έχω κομμένο |
έχουμε κόψει
έχουμε κομμένο |
έχω κοπεί
είμαι κομμένος, -η |
έχουμε κοπεί
είμαστε κομμένοι, -ες |
έχεις κόψει
έχεις κομμένο |
έχετε κόψει
έχετε κομμένο |
έχεις κοπεί
είσαι κομμένος, -η |
έχετε κοπεί
είστε κομμένοι, -ες |
έχει κόψει
έχει κομμένο |
έχουν κόψει
έχουν κομμένο |
έχει κοπεί
είναι κομμένος, -η, -ο |
έχουν κοπεί
είναι κομμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα κόψει
είχα κομμένο |
είχαμε κόψει
είχαμε κομμένο |
είχα κοπεί
ήμουν κομμένος, -η |
είχαμε κοπεί
ήμαστε κομμένοι, -ες |
είχες κόψει
είχες κομμένο |
είχατε κόψει
είχατε κομμένο |
είχες κοπεί
ήσουν κομμένος, -η |
είχατε κοπεί
ήσαστε κομμένοι, -ες |
είχε κόψει
είχε κομμένο |
είχαν κόψει
είχαν κομμένο |
είχε κοπεί
ήταν κομμένος, -η, -ο |
είχαν κοπεί
ήταν κομμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα κόβω |
θα κόβουμε, θα κόβομε |
θα κόβομαι |
θα κοβόμαστε |
| θα κόβεις |
θα κόβετε |
θα κόβεσαι |
θα κόβεστε, θα κοβόσαστε |
| θα κόβει |
θα κόβουν(ε) |
θα κόβεται |
θα κόβονται |
Simp Fut |
θα κόψω |
θα κόψουμε, θα κόψομε |
θα κοπώ |
θα κοπούμε |
| θα κόψεις |
θα κόψετε |
θα κοπείς |
θα κοπείτε |
| θα κόψει |
θα κόψουν(ε) |
θα κοπεί |
θα κοπούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω κόψει
θα έχω κομμένο |
θα έχουμε κόψει
θα έχουμε κομμένο |
θα έχω κοπεί
θα είμαι κομμένος, -η |
θα έχουμε κοπεί
θα είμαστε κομμένοι, -ες |
θα έχεις κόψει
θα έχεις κομμένο |
θα έχετε κόψει
θα έχετε κομμένο |
θα έχεις κοπεί
θα είσαι κομμένος, -η |
θα έχετε κοπεί
θα είστε κομμένοι, -ες |
θα έχει κόψει
θα έχει κομμένο |
θα έχουν κόψει
θα έχουν κομμένο |
θα έχει κοπεί
θα είναι κομμένος, -η, -ο |
θα έχουν κοπεί
θα είναι κομμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να κόβω |
να κόβουμε, να κόβομε |
να κόβομαι |
να κοβόμαστε |
| να κόβεις |
να κόβετε |
να κόβεσαι |
να κόβεστε, να κοβόσαστε |
| να κόβει |
να κόβουν(ε) |
να κόβεται |
να κόβονται |
| Aorist |
να κόψω |
να κόψουμε, να κόψομε |
να κοπώ |
να κοπούμε |
| να κόψεις |
να κόψετε |
να κοπείς |
να κοπείτε |
| να κόψει |
να κόψουν(ε) |
να κοπεί |
να κοπούν(ε) |
| Perf |
να έχω κόψει
να έχω κομμένο |
να έχουμε κόψει
να έχουμε κομμένο |
να έχω κοπεί
να είμαι κομμένος, -η |
να έχουμε κοπεί
να είμαστε κομμένοι, -ες |
να έχεις κόψει
να έχεις κομμένο |
να έχετε κόψει
να έχετε κομμένο |
να έχεις κοπεί
να είσαι κομμένος, -η |
να έχετε κοπεί
να είστε κομμένοι, -ες |
να έχει κόψει
να έχει κομμένο |
να έχουν κόψει
να έχουν κομμένο |
να έχει κοπεί
να είναι κομμένος, -η, -ο |
να έχουν κοπεί
να είναι κομμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
κόβε |
κόβετε |
|
κόβεστε |
| Aorist |
κόψε |
κόψετε, κόψτε |
κόψου |
κοπείτε |
Part iciple |
Pres |
κόβοντας |
|
| Perf |
έχοντας κόψει, έχοντας κομμένο |
κομμένος, -η, -ο |
κομμένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
κόψει |
κοπεί |