ΗΣΥΧΑΖΩ I am quiet |
Active | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
ησυχάζω | ησυχάζουμε, ησυχάζομε |
ησυχάζεις | ησυχάζετε | ||
ησυχάζει | ησυχάζουν(ε) | ||
Imper fect |
ησύχαζα | ησυχάζαμε | |
ησύχαζες | ησυχάζατε | ||
ησύχαζε | ησύχαζαν, ησυχάζαν(ε) | ||
Aorist | ησύχασα | ησυχάσαμε | |
ησύχασες | ησυχάσατε | ||
ησύχασε | ησύχασαν, ησυχάσαν(ε) | ||
Per fect |
έχω ησυχάσει | έχουμε ησυχάσει | |
έχεις ησυχάσει | έχετε ησυχάσει | ||
έχει ησυχάσει | έχουν ησυχάσει | ||
Plu per fect |
είχα ησυχάσει | είχαμε ησυχάσει | |
είχες ησυχάσει | είχατε ησυχάσει | ||
είχε ησυχάσει | είχαν ησυχάσει | ||
Fut ure Cont inuous |
θα ησυχάζω | θα ησυχάζουμε, θα ησυχάζομε | |
θα ησυχάζεις | θα ησυχάζετε | ||
θα ησυχάζει | θα ησυχάζουν(ε) | ||
Simp Fut |
θα ησυχάσω | θα ησυχάσουμε, θα ησυχάζομε | |
θα ησυχάσεις | θα ησυχάσετε | ||
θα ησυχάσει | θα ησυχάσουν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω ησυχάσει | θα έχουμε ησυχάσει | |
θα έχεις ησυχάσει | θα έχετε ησυχάσει | ||
θα έχει ησυχάσει | θα έχουν ησυχάσει | ||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να ησυχάζω | να ησυχάζουμε, να ησυχάζομε |
να ησυχάζεις | να ησυχάζετε | ||
να ησυχάζει | να ησυχάζουν(ε) | ||
Aorist | να ησυχάσω | να ησυχάσουμε, να ησυχάσομε | |
να ησυχάσεις | να ησυχάσετε | ||
να ησυχάσει | να ησυχάσουν(ε) | ||
Perf | να έχω ησυχάσει | να έχουμε ησυχάσει | |
να έχεις ησυχάσει | να έχετε ησυχάσει | ||
να έχει ησυχάσει | να έχουν ησυχάσει | ||
Imper ative |
Pres | ησύχαζε | ησυχάζετε |
Aorist | ησύχασε | ησυχάστε | |
Part iciple |
Pres | ησυχάζοντας | |
Perf | έχοντας ησυχάσει | ||
Infin | Aorist | ησυχάσει |