ΓΔΕΡΝΩ
I skin
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
γδέρνω γδέρνουμε, γδέρνομε γδέρνομαι γδερνόμαστε
γδέρνεις γδέρνετε γδέρνεσαι γδέρνεστε, γδερνόσαστε
γδέρνει γδέρνουν(ε) γδέρνεται γδέρνονται
Imper
fect
έγδερνα γδέρναμε γδερνόμουν(α) γδερνόμαστε, γδερνόμασταν
έγδερνες γδέρνατε γδερνόσουν(α) γδερνόσαστε, γδερνόσασταν
έγδερνε έγδερναν, γδέρναν(ε) γδερνόταν(ε) γδέρνονταν, γδερνόντανε, γδερνόντουσαν
Aorist έγδαρα γδάραμε γδάρθηκα γδαρθήκαμε
έγδαρες γδάρατε γδάρθηκες γδαρθήκατε
έγδαρε έγδαραν, γδάραν(ε) γδάρθηκε γδάρθηκαν, γδαρθήκαν(ε)
Per
fect
έχω γδάρει
έχω γδαρμένο
έχουμε γδάρει
έχουμε γδαρμένο
έχω γδαρθεί
είμαι γδαρμένος, -η
έχουμε γδαρθεί
είμαστε γδαρμένοι, -ες
έχεις γδάρει
έχεις γδαρμένο
έχετε γδάρει
έχετε γδαρμένο
έχεις γδαρθεί
είσαι γδαρμένος, -η
έχετε γδαρθεί
είστε γδαρμένοι, -ες
έχει γδάρει
έχει γδαρμένο
έχουν γδάρει
έχουν γδαρμένο
έχει γδαρθεί
είναι γδαρμένος, -η, -ο
έχουν γδαρθεί
είναι γδαρμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα γδάρει
είχα γδαρμένο
είχαμε γδάρει
είχαμε γδαρμένο
είχα γδαρθεί
ήμουν γδαρμένος, -η
είχαμε γδαρθεί
ήμαστε γδαρμένοι, -ες
είχες γδάρει
είχες γδαρμένο
είχατε γδάρει
είχατε γδαρμένο
είχες γδαρθεί
ήσουν γδαρμένος, -η
είχατε γδαρθεί
ήσαστε γδαρμένοι, -ες
είχε γδάρει
είχε γδαρμένο
είχαν γδάρει
είχαν γδαρμένο
είχε γδαρθεί
ήταν γδαρμένος, -η, -ο
είχαν γδαρθεί
ήταν γδαρμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα γδέρνω θα γδέρνουμε, θα γδέρνομε θα γδέρνομαι θα γδερνόμαστε
θα γδέρνεις θα γδέρνετε θα γδέρνεσαι θα γδέρνεστε, θα γδερνόσαστε
θα γδέρνει θα γδέρνουν(ε) θα γδέρνεται θα γδέρνονται
Simp
Fut
θα γδάρω θα γδάρουμε, θα γδάρομε θα γδαρθώ θα γδαρθούμε
θα γδάρεις θα γδάρετε θα γδαρθείς θα γδαρθείτε
θα γδάρει θα γδάρουν(ε) θα γδαρθεί θα γδαρθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω γδάρει
θα έχω γδαρμένο
θα έχουμε γδάρει
θα έχουμε γδαρμένο
θα έχω γδαρθεί
θα είμαι γδαρμένος, -η
θα έχουμε γδαρθεί
θα είμαστε γδαρμένοι, -ες
θα έχεις γδάρει
θα έχεις γδαρμένο
θα έχετε γδάρει
θα έχετε γδαρμένο
θα έχεις γδαρθεί
θα είσαι γδαρμένος, -η
θα έχετε γδαρθεί
θα είστε γδαρμένοι, -ες
θα έχει γδάρει
θα έχει γδαρμένο
θα έχουν γδάρει
θα έχουν γδαρμένο
θα έχει γδαρθεί
θα είναι γδαρμένος, -η, -ο
θα έχουν γδαρθεί
θα είναι γδαρμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να γδέρνω να γδέρνουμε, να γδέρνομε να γδέρνομαι να γδερνόμαστε
να γδέρνεις να γδέρνετε να γδέρνεσαι να γδέρνεστε, να γδερνόσαστε
να γδέρνει να γδέρνουν(ε) να γδέρνεται να γδέρνονται
Aorist να γδάρω να γδάρουμε, να γδάρομε να γδαρθώ να γδαρθούμε
να γδάρεις να γδάρετε να γδαρθείς να γδαρθείτε
να γδάρει να γδάρουν(ε) να γδαρθεί να γδαρθούν(ε)
Perf να έχω γδάρει
να έχω γδαρμένο
να έχουμε γδάρει
να έχουμε γδαρμένο
να έχω γδαρθεί
να είμαι γδαρμένος, -η
να έχουμε γδαρθεί
να είμαστε γδαρμένοι, -ες
να έχεις γδάρει
να έχεις γδαρμένο
να έχετε γδάρει
να έχετε γδαρμένο
να έχεις γδαρθεί
να είσαι γδαρμένος, -η
να έχετε γδαρθεί
να είστε γδαρμένοι, -ες
να έχει γδάρει
να έχει γδαρμένο
να έχουν γδάρει
να έχουν γδαρμένο
να έχει γδαρθεί
να είναι γδαρμένος, -η, -ο
να έχουν γδαρθεί
να είναι γδαρμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres γδέρνε γδέρνετε γδέρνεστε
Aorist γδάρε γδάρτε γδάρσου γδαρθείτε
Part
iciple
Pres γδέρνοντας
Perf έχοντας γδάρει, έχοντας γδαρμένο γδαρμένος, -η, -ο γδαρμένοι, -ες, -α
Infin Aorist γδάρει γδαρθεί