| ΔΙΑΣΚΕΔ… I amuse |
Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E |
Pres ent |
διασκεδάζω | διασκεδάζουμε, διασκεδάζομε | διασκεδάζομαι | διασκεδαζόμαστε |
| διασκεδάζεις | διασκεδάζετε | διασκεδάζεσαι | διασκεδάζεστε, διασκεδαζόσαστε | ||
| διασκεδάζει | διασκεδάζουν(ε) | διασκεδάζεται | διασκεδάζονται | ||
| Imper fect |
διασκέδαζα | διασκεδάζαμε | διασκεδαζόμουν(α) | διασκεδαζόμαστε, διασκεδαζόμασταν | |
| διασκέδαζες | διασκεδάζατε | διασκεδαζόσουν(α) | διασκεδαζόσαστε, διασκεδαζόσασταν | ||
| διασκέδαζε | διασκέδαζαν, διασκεδάζαν(ε) | διασκεδαζόταν(ε) | διασκεδάζονταν, διασκεδαζόντανε, διασκεδαζόντουσαν | ||
| Aorist | διασκέδασα | διασκεδάσαμε | διασκεδάστηκα | διασκεδαστήκαμε | |
| διασκέδασες | διασκεδάσατε | διασκεδάστηκες | διασκεδαστήκατε | ||
| διασκέδασε | διασκέδασαν, διασκεδάσαν(ε) | διασκεδάστηκε | διασκεδάστηκαν, διασκεδαστήκαν(ε) | ||
| Per fect |
έχω διασκεδάσει έχω διασκεδασμένο |
έχουμε διασκεδάσει έχουμε διασκεδασμένο |
έχω διασκεδαστεί είμαι διασκεδασμένος, -η |
έχουμε διασκεδαστεί είμαστε διασκεδασμένοι, -ες |
|
| έχεις διασκεδάσει έχεις διασκεδασμένο |
έχετε διασκεδάσει έχετε διασκεδασμένο |
έχεις διασκεδαστεί είσαι διασκεδασμένος, -η |
έχετε διασκεδαστεί είστε διασκεδασμένοι, -ες |
||
| έχει διασκεδάσει έχει διασκεδασμένο |
έχουν διασκεδάσει έχουν διασκεδασμένο |
έχει διασκεδαστεί είναι διασκεδασμένος, -η, -ο |
έχουν διασκεδαστεί είναι διασκεδασμένοι, -ες, -α |
||
| Plu per fect |
είχα διασκεδάσει είχα διασκεδασμένο |
είχαμε διασκεδάσει είχαμε διασκεδασμένο |
είχα διασκεδαστεί ήμουν διασκεδασμένος, -η |
είχαμε διασκεδαστεί ήμαστε διασκεδασμένοι, -ες |
|
| είχες διασκεδάσει είχες διασκεδασμένο |
είχατε διασκεδάσει είχατε διασκεδασμένο |
είχες διασκεδαστεί ήσουν διασκεδασμένος, -η |
είχατε διασκεδαστεί ήσαστε διασκεδασμένοι, -ες |
||
| είχε διασκεδάσει είχε διασκεδασμένο |
είχαν διασκεδάσει είχαν διασκεδασμένο |
είχε διασκεδαστεί ήταν διασκεδασμένος, -η, -ο |
είχαν διασκεδαστεί ήταν διασκεδασμένοι, -ες, -α |
||
| Fut ure Cont inuous |
θα διασκεδάζω | θα διασκεδάζουμε, θα διασκεδάζομε | θα διασκεδάζομαι | θα διασκεδαζόμαστε | |
| θα διασκεδάζεις | θα διασκεδάζετε | θα διασκεδάζεσαι | θα διασκεδάζεστε, θα διασκεδαζόσαστε | ||
| θα διασκεδάζει | θα διασκεδάζουν(ε) | θα διασκεδάζεται | θα διασκεδάζονται | ||
| Simp Fut |
θα διασκεδάσω | θα διασκεδάσουμε, θα διασκεδάσομε | θα διασκεδαστώ | θα διασκεδαστούμε | |
| θα διασκεδάσεις | θα διασκεδάσετε | θα διασκεδαστείς | θα διασκεδαστείτε | ||
| θα διασκεδάσει | θα διασκεδάσουν(ε) | θα διασκεδαστεί | θα διασκεδαστούν(ε) | ||
| Fut Perf |
θα έχω διασκεδάσει θα έχω διασκεδασμένο |
θα έχουμε διασκεδάσει θα έχουμε διασκεδασμένο |
θα έχω διασκεδαστεί θα είμαι διασκεδασμένος, -η |
θα έχουμε διασκεδαστεί θα είμαστε διασκεδασμένοι, -ες |
|
| θα έχεις διασκεδάσει θα έχεις διασκεδασμένο |
θα έχετε διασκεδάσει θα έχετε διασκεδασμένο |
θα έχεις διασκεδαστεί θα είσαι διασκεδασμένος, -η |
θα έχετε διασκεδαστεί θα είστε διασκεδασμένοι, -ες |
||
| θα έχει διασκεδάσει θα έχει διασκεδασμένο |
θα έχουν διασκεδάσει θα έχουν διασκεδασμένο |
θα έχει διασκεδαστεί θα είναι διασκεδασμένος, -η, -ο |
θα έχουν διασκεδαστεί θα είναι διασκεδασμένοι, -ες, -α |
||
| S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να διασκεδάζω | να διασκεδάζουμε, να διασκεδάζομε | να διασκεδάζομαι | να διασκεδαζόμαστε |
| να διασκεδάζεις | να διασκεδάζετε | να διασκεδάζεσαι | να διασκεδάζεστε, να διασκεδαζόσαστε | ||
| να διασκεδάζει | να διασκεδάζουν(ε) | να διασκεδάζεται | να διασκεδάζονται | ||
| Aorist | να διασκεδάσω | να διασκεδάσουμε, να διασκεδάσομε | να διασκεδαστώ | να διασκεδαστούμε | |
| να διασκεδάσεις | να διασκεδάσετε | να διασκεδαστείς | να διασκεδαστείτε | ||
| να διασκεδάσει | να διασκεδάσουν | να διασκεδαστεί | να διασκεδαστούν(ε) | ||
| Perf | να έχω διασκεδάσει να έχω διασκεδασμένο |
να έχουμε διασκεδασμένο |
να έχω διασκεδαστεί |
να έχουμε διασκεδαστεί |
|
να έχεις διασκεδασμένο |
να έχετε διασκεδάσει να έχετε διασκεδασμένο |
να έχεις διασκεδαστεί να είσαι διασκεδασμένος, -η |
να έχετε διασκεδαστεί να είστε διασκεδασμένοι, -ες |
||
| να έχει διασκεδάσει να έχει διασκεδασμένο |
να έχουν διασκεδάσει να έχουν διασκεδασμένο |
να έχει διασκεδαστεί |
να έχουν διασκεδαστεί |
||
| Imper ative |
Pres | διασκέδαζε | διασκεδάζετε | διασκεδάζεστε | |
| Aorist | διασκέδασε | διασκεδάστε | διασκεδάσου | διασκεδαστείτε | |
| Part iciple |
Pres | διασκεδάζοντας | διασκεδαζόμενος | ||
| Perf | έχοντας διασκεδάσει, έχοντας διασκεδασμένο | διασκεδασμένος, -η, -ο | διασκεδασμένοι, -ες, -α | ||
| Infin | Aorist | διασκεδάσει | διασκεδαστεί | ||