ΑΡΝΟΥΜΑΙ
I deny
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
αρνούμαι αρνούμαστε
αρνείσαι αρνείστε
αρνείται αρνούνται
Imper
fect
αρνούμουν αρνούμαστε
αρνούνταν, αρνείτο αρνούνταν, αρνούντο
Aorist αρνήθηκα αρνηθήκαμε
αρνήθηκες αρνηθήκατε
αρνήθηκε αρνήθηκαν, αρνηθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω αρνηθεί έχουμε αρνηθεί
έχεις αρνηθεί έχετε αρνηθεί
έχει αρνηθεί έχουν αρνηθεί
Plu
perf
ect
είχα αρνηθεί είχαμε αρνηθεί
είχες αρνηθεί είχατε αρνηθεί
είχε αρνηθεί είχαν αρνηθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα αρνούμαι θα αρνούμαστε
θα αρνείσαι θα αρνείστε
θα αρνείται θα αρνούνται
Simp
Fut
θα αρνηθώ θα αρνηθούμε
θα αρνηθείς θα αρνηθείτε
θα αρνηθεί θα αρνηθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω αρνηθεί θα έχουμε αρνηθεί
θα έχεις αρνηθεί θα έχετε αρνηθεί
θα έχει αρνηθεί θα έχουν αρνηθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να αρνούμαι να αρνούμαστε
να αρνείσαι να αρνείστε
να αρνείται να αρνούνται
Aorist να αρνηθώ να αρνηθούμε
να αρνηθείς να αρνηθείτε
να αρνηθεί να αρνηθούν(ε)
Perf να έχω αρνηθεί να έχουμε αρνηθεί
να έχεις αρνηθεί να έχετε αρνηθεί
να έχει αρνηθεί να έχουν αρνηθεί
Imper
ative
Pres αρνείστε
Aorist αρνήσου αρνηθείτε
Part
iciple
Pres
Perf
Infin Aorist αρνηθεί