ΑΠΟΜΟΝΩΝΩ
I isolate
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
απομονώνω απομονώνουμε, απομονώνομε απομονώνομαι απομονωνόμαστε
απομονώνεις απομονώνετε απομονώνεσαι απομονώνεστε, απομονωνόσαστε
απομονώνει απομονώνουν(ε) απομονώνεται απομονώνονται
Imper
fect
απομόνωνα απομονώναμε απομονωνόμουν(α) απομονωνόμαστε, απομονωνόμασταν
απομόνωνες απομονώνατε απομονωνόσουν(α) απομονωνόσαστε, απομονωνόσασταν
απομόνωνε απομόνωναν, απομονώναν(ε) απομονωνόταν(ε) απομονώνονταν, απομονωνόντανε, απομονωνόντουσαν
Aorist απομόνωσα απομονώσαμε απομονώθηκα απομονωθήκαμε
απομόνωσες απομονώσατε απομονώθηκες απομονωθήκατε
απομόνωσε απομόνωσαν, απομονώσαν(ε) απομονώθηκε απομονώθηκαν, απομονωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω απομονώσει
έχω απομονωμένο
έχουμε απομονώσει
έχουμε απομονωμένο
έχω απομονωθεί
είμαι απομονωμένος, -η
έχουμε απομονωθεί
είμαστε απομονωμένοι, -ες
έχεις απομονώσει
έχεις απομονωμένο
έχετε απομονώσει
έχετε απομονωμένο
έχεις απομονωθεί
είσαι απομονωμένος, -η
έχετε απομονωθεί
είστε απομονωμένοι, -ες
έχει απομονώσει
έχει απομονωμένο
έχουν απομονώσει
έχουν απομονωμένο
έχει απομονωθεί
είναι απομονωμένος, -η, -ο
έχουν απομονωθεί
είναι απομονωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα απομονώσει
είχα απομονωμένο
είχαμε απομονώσει
είχαμε απομονωμένο
είχα απομονωθεί
ήμουν απομονωμένος, -η
είχαμε απομονωθεί
ήμαστε απομονωμένοι, -ες
είχες απομονώσει
είχες απομονωμένο
είχατε απομονώσει
είχατε απομονωμένο
είχες απομονωθεί
ήσουν απομονωμένος, -η
είχατε απομονωθεί
ήσαστε απομονωμένοι, -ες
είχε απομονώσει
είχε απομονωμένο
είχαν απομονώσει
είχαν απομονωμένο
είχε απομονωθεί
ήταν απομονωμένος, -η, -ο
είχαν απομονωθεί
ήταν απομονωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα απομονώνω θα απομονώνουμε, θα απομονώνομε θα απομονώνομαι θα απομονωνόμαστε
θα απομονώνεις θα απομονώνετε θα απομονώνεσαι θα απομονώνεστε, θα απομονωνόσαστε
θα απομονώνει θα απομονώνουν(ε) θα απομονώνεται θα απομονώνονται
Simp
Fut
θα απομονώσω θα απομονώσουμε, θα απομονώσομε θα απομονωθώ θα απομονωθούμε
θα απομονώσεις θα απομονώσετε θα απομονωθείς θα απομονωθείτε
θα απομονώσει θα απομονώσουν θα απομονωθεί θα απομονωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω απομονώσει
θα έχω απομονωμένο
θα έχουμε απομονώσει
θα έχουμε απομονωμένο
θα έχω απομονωθεί
θα είμαι απομονωμένος, -η
θα έχουμε απομονωθεί
θα είμαστε απομονωμένοι, -ες
θα έχεις απομονώσει
θα έχεις απομονωμένο
θα έχετε απομονώσει
θα έχετε απομονωμένο
θα έχεις απομονωθεί
θα είσαι απομονωμένος, -η
θα έχετε απομονωθεί
θα είστε απομονωμένοι, -ες
θα έχει απομονώσει
θα έχει απομονωμένο
θα έχουν απομονώσει
θα έχουν απομονωμένο
θα έχει απομονωθεί
θα είναι απομονωμένος, -η, -ο
θα έχουν απομονωθεί
θα είναι απομονωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να απομονώνω να απομονώνουμε, να απομονώνομε να απομονώνομαι να απομονωνόμαστε
να απομονώνεις να απομονώνετε να απομονώνεσαι να απομονώνεστε, να απομονωνόσαστε
να απομονώνει να απομονώνουν(ε) να απομονώνεται να απομονώνονται
Aorist να απομονώσω να απομονώσουμε, να απομονώσομε να απομονωθώ να απομονωθούμε
να απομονώσεις να απομονώσετε να απομονωθείς να απομονωθείτε
να απομονώσει να απομονώσουν(ε) να απομονωθεί να απομονωθούν(ε)
Perf να έχω απομονώσει
να έχω απομονωμένο
να έχουμε απομονώσει
να έχουμε απομονωμένο
να έχω απομονωθεί
να είμαι απομονωμένος, -η
να έχουμε απομονωθεί
να είμαστε απομονωμένοι, -ες
να έχεις απομονώσει
να έχεις απομονωμένο
να έχετε απομονώσει
να έχετε απομονωμένο
να έχεις απομονωθεί
να είσαι απομονωμένος, -η
να έχετε απομονωθεί
να είστε απομονωμένοι, -ες
να έχει απομονώσει
να έχει απομονωμένο
να έχουν απομονώσει
να έχουν απομονωμένο
να έχει απομονωθεί
να είναι απομονωμένος, -η, -ο
να έχουν απομονωθεί
να είναι απομονωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres απομόνωνε απομονώνετε απομονώνεστε
Aorist απομόνωσε απομονώσετε, απομονώστε απομονώσου απομονωθείτε
Part
iciple
Pres απομονώνοντας
Perf έχοντας απομονώσει, έχοντας απομονωμένο απομονωμένος, -η, -ο απομονωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist απομονώσει απομονωθεί