ΑΝΑΚΤΩ I regain |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
ανακτώ | ανακτούμε | ανακτώμαι | ανακτόμαστε, ανακτώμεθα |
ανακτάς | ανακτάτε | ανακτάσαι | ανακτάστε, ανακτάσθε | ||
ανακτά | ανακτούν(ε) | ανακτάται | ανακτώνται | ||
Imper fect |
ανακτούσα | ανακτούσαμε | |||
ανακτούσες | ανακτούσατε | ||||
ανακτούσε | ανακτούσαν(ε) | ανακτάτο | ανακτώντο | ||
Aorist | ανέκτησα | ανακτήσαμε | ανακτήθηκα | ανακτηθήκαμε | |
ανέκτησες | ανακτήσατε | ανακτήθηκες | ανακτηθήκατε | ||
ανέκτησε | ανέκτησαν, ανακτήσανε | ανακτήθηκε | ανακτήθηκαν, ανακτηθήκανε | ||
Perf ect |
έχω ανακτήσει | έχουμε ανακτήσει | έχω ανακτηθεί | έχουμε ανακτηθεί | |
έχεις ανακτήσει | έχετε ανακτήσει | έχεις ανακτηθεί | έχετε ανακτηθεί | ||
έχει ανακτήσει | έχουν ανακτήσει | έχει ανακτηθεί | έχουν ανακτηθεί | ||
Plu perf ect |
είχα ανακτήσει | είχαμε ανακτήσει | είχα ανακτηθεί | είχαμε ανακτηθεί | |
είχες ανακτήσει | είχατε ανακτήσει | είχες ανακτηθεί | είχατε ανακτηθεί | ||
είχε ανακτήσει | είχαν ανακτήσει | είχε ανακτηθεί | είχαν ανακτηθεί | ||
Fut ure Cont inuous |
θα ανακτώ | θα ανακτούμε | θα ανακτώμαι | θα ανακτόμαστε, θα ανακτώμεθα | |
θα ανακτάς | θα ανακτάτε | θα ανακτάσαι | θα ανακτάστε, θα ανακτάσθε | ||
θα ανακτά | θα ανακτούν(ε) | θα ανακτάται | θα ανακτώνται | ||
Simp Fut |
θα ανακτήσω | θα ανακτήσουμε, θα ανακτήσομε | θα ανακτηθώ | θα ανακτηθούμε | |
θα ανακτήσεις | θα ανακτήσετε | θα ανακτηθείς | θα ανακτηθείτε | ||
θα ανακτήσει | θα ανακτήσουν(ε) | θα ανακτηθεί | θα ανακτηθούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω ανακτήσει | θα έχουμε ανακτήσει | θα έχω ανακτηθεί | θα έχουμε ανακτηθεί | |
θα έχεις ανακτήσει | θα έχετε ανακτήσει | θα έχεις ανακτηθεί | θα έχετε ανακτηθεί | ||
θα έχει ανακτήσει | θα έχουν ανακτήσει | θα έχει ανακτηθεί | θα έχουν ανακτηθεί | ||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να ανακτώ | να ανακτούμε | να ανακτώμαι | να ανακτόμαστε, να ανακτώμεθα |
να ανακτάς | να ανακτάτε | να ανακτάσαι | να ανακτάστε, να ανακτάσθε | ||
να ανακτά | να ανακτούν(ε) | να ανακτάται | να ανακτώνται | ||
Aorist | να ανακτήσω | να ανακτήσουμε, να ανακτήσομε | να ανακτηθώ | να ανακτηθούμε | |
να ανακτήσεις | να ανακτήσετε | να ανακτηθείς | να ανακτηθείτε | ||
να ανακτήσει | να ανακτήσουν(ε) | να ανακτηθεί | να ανακτηθούν(ε) | ||
Perf | να έχω ανακτήσει | να έχουμε ανακτήσει | να έχω ανακτηθεί | να έχουμε ανακτηθεί | |
να έχεις ανακτήσει | να έχετε ανακτήσει | να έχεις ανακτηθεί | να έχετε ανακτηθεί | ||
να έχει ανακτήσει | να έχουν ανακτήσει | να έχει ανακτηθεί | να έχουν ανακτηθεί | ||
Imper ative |
Pres | ανακτάτε | ανακτάστε, ανακτάσθε | ||
Aorist | ανάκτησε | ανακτήστε, ανακτήσετε | ανακτήσου | ανακτηθείτε | |
Part iciple |
Pres | ανακτώντας | ανακτώμενος | ||
Perf | έχοντας ανακτήσει | ανακτημένος, -η, -ο | ανακτημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ανακτήσει | ανακτηθεί |