| ΑΔΙΚΩ I wrong |
Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E |
Pres ent |
αδικώ | αδικούμε | αδικούμαι | αδικούμαστε |
| αδικείς | αδικείτε | αδικείσαι | αδικείστε | ||
| αδικεί | αδικούν(ε) | αδικείται | αδικούνται | ||
| Imper fect |
αδικούσα | αδικούσαμε | αδικούμουν | αδικούμαστε | |
| αδικούσες | αδικούσατε | ||||
| αδικούσε | αδικούσαν(ε) | αδικούνταν, αδικείτο | αδικούνταν, αδικούντο | ||
| Aorist | αδίκησα | αδικήσαμε | αδικήθηκα | αδικηθήκαμε | |
| αδίκησες | αδικήσατε | αδικήθηκες | αδικηθήκατε | ||
| αδίκησε | αδίκησαν, αδικήσαν(ε) | αδικήθηκε | αδικήθηκαν, αδικηθήκαν(ε) | ||
| Perf ect |
έχω αδικήσει έχω αδικημένο |
έχουμε αδικήσει έχουμε αδικημένο |
έχω αδικηθεί είμαι αδικημένος, -η |
έχουμε αδικηθεί είμαστε αδικημένοι, -ες |
|
| έχεις αδικήσει έχεις αδικημένο |
έχετε αδικήσει έχετε αδικημένο |
έχεις αδικηθεί είσαι αδικημένος, -η |
έχετε αδικηθεί είστε αδικημένοι, -ες |
||
| έχει αδικήσει έχει αδικημένο |
έχουν αδικήσει έχουν αδικημένο |
έχει αδικηθεί είναι αδικημένος, -η, -ο |
έχουν αδικηθεί είναι αδικημένοι, -ές, -α |
||
| Plu perf ect |
είχα αδικήσει είχα αδικημένο |
είχαμε αδικήσει είχαμε αδικημενο |
είχα αδικηθεί ήμουν αδικημένος, -η |
είχαμε αδικηθεί ήμαστε αδικημένοι, -ες |
|
| είχες αδικήσει είχες αδικημένο |
είχατε αδικήσει είχατε αδικημένο |
είχες αδικηθεί ήσουν αδικημένος, -η |
είχατε αδικηθεί ήσαστε αδικημένοι, -ες |
||
| είχε αδικήσει είχε αδικημένο |
είχαν αδικήσει είχαν αδικημένο |
είχε αδικηθεί ήταν αδικημένος, -η, -ο |
είχαν αδικηθεί ήταν αδικημένοι, -ες, -α |
||
| Fut ure Cont inuous |
θα αδικώ | θα αδικούμε | θα αδικούμαι | θα αδικούμαστε | |
| θα αδικείς | θα αδικείτε | θα αδικείσαι | θα αδικείστε | ||
| θα αδικεί | θα αδικούν(ε) | θα αδικείται | θα αδικούνται | ||
| Simp Fut |
θα αδικήσω | θα αδικήσουμε | θα αδικηθώ | θα αδικηθούμε | |
| θα αδικήσεις | θα αδικήσετε | θα αδικηθείς | θα αδικηθείτε | ||
| θα αδικήσει | θα αδικήσουν(ε) | θα αδικηθεί | θα αδικηθούν(ε) | ||
| Fut Perf |
θα έχω αδικήσει θα έχω αδικημένο |
θα έχουμε αδικήσει θα έχουμε αδικημένο |
θα έχω αδικηθεί θα είμαι αδικημένος, -η |
θα έχουμε αδικηθεί θα είμαστε αδικημένοι, -ες |
|
| θα έχεις αδικήσει θα έχεις αδικημένο |
θα έχετε αδικήσει θα έχετε αδικημένο |
θα έχεις αδικηθεί θα είσαι αδικημένος, -η |
θα έχετε αδικηθεί θα είστε αδικημένοι, -η |
||
| θα έχει αδικήσει θα έχει αδικημένο |
θα έχουν αδικήσει θα έχουν αδικημένο |
θα έχει αδικηθεί θα είναι αδικημένος, -η, -ο |
θα έχουν αδικηθεί θα είναι αδικημένοι, -ες, -α |
||
| S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να αδικώ | να αδικούμε | να αδικούμαι | να αδικούμαστε |
| να αδικείς | να αδικείτε | να αδικείσαι | να αδικείστε | ||
| να αδικεί | να αδικούν(ε) | να αδικείται | να αδικούνται | ||
| Aorist | να αδικήσω | να αδικήσουμε, να αδικήσομε | να αδικηθώ | να αδικηθούμε | |
| να αδικήσεις | να αδικήσετε | να αδικηθείς | να αδικηθείτε | ||
| να αδικήσει | να αδικήσουν(ε) | να αδικηθεί | να αδικηθούν(ε) | ||
| Perf | να έχω αδικήσει να έχω αδικημένο |
να έχουμε αδικήσει να έχουμε αδικημένο |
να έχω αδικηθεί να είμαι αδικημένος, -η |
να έχουμε αδικηθεί να είμαστε αδικημενοι, -ες |
|
| να έχεις αδικήσει να έχεις αδικημένο |
να έχετε αδικήσει να έχετε αδικημένο |
να έχεις αδικηθεί να είσαι αδικημένος, -η |
να έχετε αδικηθεί να είστε αδικημένοι, -ες |
||
| να έχει αδικήσει να έχει αδικημένο |
να έχουν αδικήσει να έχουν αδικημένο |
να έχει αδικηθεί να είναι αδικημένος, -η, -ο |
να έχουν αδικηθεί να είναι αδικημένοι, -ες, -α |
||
| Imper ative |
Pres | αδικείτε | αδικείστε | ||
| Aorist | αδίκησε | αδικήστε, αδικήσετε | αδικήσου | αδικηθείτε | |
| Part iciple |
Pres | αδικώντας | |||
| Perf | έχοντας αδικήσει, έχοντας αδικημένο | αδικημένος, -η, -ο | αδικημένοι, -ες, -α | ||
| Infin | Aorist | αδικήσει | αδικηθεί | ||