ΤΡΥΠΩ I pierce |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
τρυπάω, τρυπώ |
τρυπάμε, τρυπούμε |
τρυπιέμαι |
τρυπιόμαστε |
τρυπάς |
τρυπάτε |
τρυπιέσαι |
τρυπιέστε, τρυπιόσαστε |
τρυπάει, τρυπά |
τρυπάν(ε), τρυπούν(ε) |
τρυπιέται |
τρυπιούνται, τρυπιόνται |
Imper fect |
τρυπούσα, τρύπαγα |
τρυπούσαμε, τρυπάγαμε |
τρυπιόμουν(α) |
τρυπιόμαστε, τρυπιόμασταν |
τρυπούσες, τρύπαγες |
τρυπούσατε, τρυπάγατε |
τρυπιόσουν(α) |
τρυπιόσαστε, τρυπιόσασταν |
τρυπούσε, τρύπαγε |
τρυπούσαν(ε), τρύπαγαν, τρυπάγανε |
τρυπιόταν(ε) |
τρυπιόνταν(ε), τρυπιούνταν, τρυπιόντουσαν |
Aorist |
τρύπησα |
τρυπήσαμε |
τρυπήθηκα |
τρυπηθήκαμε |
τρύπησες |
τρυπήσατε |
τρυπήθηκες |
τρυπηθήκατε |
τρύπησε |
τρύπησαν, τρυπήσαν(ε) |
τρυπήθηκε |
τρυπήθηκαν, τρυπηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω τρυπήσει
έχω τρυπημένο |
έχουμε τρυπήσει
έχουμε τρυπημένο |
έχω τρυπηθεί
είμαι τρυπημένος, -η |
έχουμε τρυπηθεί
είμαστε τρυπημένοι, -ες |
έχεις τρυπήσει
έχεις τρυπημένο |
έχετε τρυπήσει
έχετε τρυπημένο |
έχεις τρυπηθεί
είσαι τρυπημένος, -η |
έχετε τρυπηθεί
είστε τρυπημένοι, -ες |
έχει τρυπήσει
έχει τρυπημένο |
έχουν τρυπήσει
έχουν τρυπημένο |
έχει τρυπηθεί
είναι τρυπημένος, -η, -ο |
έχουν τρυπηθεί
είναι τρυπημένοι, -ες, -α |
Plu perf ect |
είχα τρυπήσει
είχα τρυπημένο |
είχαμε τρυπήσει
είχαμε τρυπημένο |
είχα τρυπηθεί
ήμουν τρυπημένος, -η |
είχαμε τρυπηθεί
ήμαστε τρυπημένοι, -ες |
είχες τρυπήσει
είχες τρυπημένο |
είχατε τρυπήσει
είχατε τρυπημένο |
είχες τρυπηθεί
ήσουν τρυπημένος, -η |
είχατε τρυπηθεί
ήσαστε τρυπημένοι, -ες |
είχε τρυπήσει
είχε τρυπημένο |
είχαν τρυπήσει
είχαν τρυπημένο |
είχε τρυπηθεί
ήταν τρυπημένος, -η, -ο |
είχαν τρυπηθεί
ήταν τρυπημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα τρυπάω, θα τρυπώ |
θα τρυπάμε, θα τρυπούμε |
θα τρυπιέμαι |
θα τρυπιόμαστε |
θα τρυπάς |
θα τρυπάτε |
θα τρυπιέσαι |
θα τρυπιέστε, θα τρυπιόσαστε |
θα τρυπάει, θα τρυπά |
θα τρυπάν(ε), θα τρυπούν(ε) |
θα τρυπιέται |
θα τρυπιούνται, θα τρυπιόνται |
Simp Fut |
θα τρυπήσω |
θα τρυπήσουμε, θα τρυπήσομε |
θα τρυπηθώ |
θα τρυπηθούμε |
θα τρυπήσεις |
θα τρυπήσετε |
θα τρυπηθείς |
θα τρυπηθείτε |
θα τρυπήσει |
θα τρυπήσουν(ε) |
θα τρυπηθεί |
θα τρυπηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω τρυπήσει
θα έχω τρυπημένο |
θα έχουμε τρυπήσει
θα έχουμε τρυπημένο |
θα έχω τρυπηθεί
θα είμαι τρυπημένος, -η |
θα έχουμε τρυπηθεί
θα είμαστε τρυπημένοι, -ες |
θα έχεις τρυπήσει
θα έχεις τρυπημένο |
θα έχετε τρυπήσει
θα έχετε τρυπημένο |
θα έχεις τρυπηθεί
θα είσαι τρυπημένος, -η |
θα έχετε τρυπηθεί
θα είστε τρυπημένοι, -ες |
θα έχει τρυπήσει
θα έχει τρυπημένο |
θα έχουν τρυπήσει
θα έχουν τρυπημένο |
θα έχει τρυπηθεί
θα είναι τρυπημένος, -η, -ο |
θα έχουν τρυπηθεί
θα είναι τρυπημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να τρυπάω, να τρυπώ |
να τρυπάμε, να τρυπούμε |
να τρυπιέμαι |
να τρυπιόμαστε |
να τρυπάς |
να τρυπάτε |
να τρυπιέσαι |
να τρυπιέστε, να τρυπιόσαστε |
να τρυπάει, να τρυπά |
να τρυπάν(ε), να τρυπούν(ε) |
να τρυπιέται |
να τρυπιούνται, να τρυπιόνται |
Aorist |
να τρυπήσω |
να τρυπήσουμε, να τρυπήσομε |
να τρυπηθώ |
να τρυπηθούμε |
να τρυπήσεις |
να τρυπήσετε |
να τρυπηθείς |
να τρυπηθείτε |
να τρυπήσει |
να τρυπήσουν(ε) |
να τρυπηθεί |
να τρυπηθούν(ε) |
Perf |
να έχω τρυπήσει
να έχω τρυπημένο |
να έχουμε τρυπήσει
να έχουμε τρυπημένο |
να έχω τρυπηθεί
να είμαι τρυπημένος, -η |
να έχουμε τρυπηθεί
να είμαστε τρυπημένοι, -ες |
να έχεις τρυπήσει
να έχεις τρυπημένο |
να έχετε τρυπήσει
να έχετε τρυπημένο |
να έχεις τρυπηθεί
να είσαι τρυπημένος, -η |
να έχετε τρυπηθεί
να είστε τρυπημένοι, -η |
να έχει τρυπήσει
να έχει τρυπημένο |
να έχουν τρυπήσει
να έχουν τρυπημένο |
να έχει τρυπηθεί
να είναι τρυπημένος, -η, -ο |
να έχουν τρυπηθεί
να είναι τρυπημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
τρύπα, τρύπαγε |
τρυπάτε |
|
τρυπιέστε |
Aorist |
τρύπησε, τρύπα |
τρυπήστε |
τρυπήσου |
τρυπηθείτε |
Part iciple |
Pres |
τρυπώντας |
|
Perf |
έχοντας τρυπήσει, έχοντας τρυπημένο |
τρυπημένος, -η, -ο |
τρυπημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
τρυπήσει |
τρυπηθεί |