ΠΑΡΑΠΑΤΩ
I stagger
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
παραπατάω, παραπατώ παραπατάμε, παραπατούμε
παραπατάς παραπατάτε
παραπατάει, παραπατά παραπατάν(ε), παραπατούν(ε)
Imper
fect
παραπατούσα, παραπάταγα παραπατούσαμε, παραπατάγαμε
παραπατούσες, παραπάταγες παραπατούσατε, παραπατάγατε
παραπατούσε, παραπάταγε παραπατούσαν(ε), παραπάταγαν, παραπατάγανε
Aorist παραπάτησα παραπατήσαμε
παραπάτησες παραπατήσατε
παραπάτησε παραπάτησαν, παραπατήσαν(ε)
Perf
ect
έχω παραπατήσει έχουμε παραπατήσει
έχεις παραπατήσει έχετε παραπατήσει
έχει παραπατήσει έχουν παραπατήσει
Plu
perf
ect
είχα παραπατήσει είχαμε παραπατήσει
είχες παραπατήσει είχατε παραπατήσει
είχε παραπατήσει είχαν παραπατήσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα παραπατάω, θα παραπατώ θα παραπατάμε, θα παραπατούμε
θα παραπατάς θα παραπατάτε
θα παραπατάει, θα παραπατά θα παραπατάν(ε), θα παραπατούν(ε)
Simp
Fut
θα παραπατήσω θα παραπατήσουμε, θα παραπατήσομε
θα παραπατήσεις θα παραπατήσετε
θα παραπατήσει θα παραπατήσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω παραπατήσει θα έχουμε παραπατήσει
θα έχεις παραπατήσει θα έχετε παραπατήσει
θα έχει παραπατήσει θα έχουν παραπατήσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να παραπατάω, να παραπατώ να παραπατάμε, να παραπατούμε
να παραπατάς να παραπατάτε
να παραπατάει, να παραπατά να παραπατάν(ε), να παραπατούν(ε)
Aorist να παραπατήσω να παραπατήσουμε, να παραπατήσομε
να παραπατήσεις να παραπατήσετε
να παραπατήσει να παραπατήσουν(ε)
Perf να έχω παραπατήσει να έχουμε παραπατήσει
να έχεις παραπατήσει να έχετε παραπατήσει
να έχει παραπατήσει να έχουν παραπατήσει
Imper
ative
Pres παραπάτα, παραπάταγε παραπατάτε
Aorist παραπάτησε, παραπάτα παραπατήστε
Part
iciple
Pres παραπατώντας
Perf έχοντας παραπατήσει
Infin Aorist παραπατήσει