ΜΑΛΑΚΩΝΩ
I soften
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
μαλακώνω μαλακώνουμε, μαλακώνομε
μαλακώνεις μαλακώνετε
μαλακώνει μαλακώνουν(ε)
Imper
fect
μαλάκωνα μαλακώναμε
μαλάκωνες μαλακώνατε
μαλάκωνε μαλάκωναν, μαλακώναν(ε)
Aorist μαλάκωσα μαλακώσαμε
μαλάκωσες μαλακώσατε
μαλάκωσε μαλάκωσαν, μαλακώσαν(ε)
Per
fect
έχω μαλακώσει
έχω μαλακωμένο
έχουμε μαλακώσει
έχουμε μαλακωμένο
έχεις μαλακώσει
έχεις μαλακωμένο
έχετε μαλακώσει
έχετε μαλακωμένο
έχει μαλακώσει
έχει μαλακωμένο
έχουν μαλακώσει
έχουν μαλακωμένο
Plu
per
fect
είχα μαλακώσει
είχα μαλακωμένο
είχαμε μαλακώσει
είχαμε μαλακωμένο
είχες μαλακώσει
είχες μαλακωμένο
είχατε μαλακώσει
είχατε μαλακωμένο
είχε μαλακώσει
είχε μαλακωμένο
είχαν μαλακώσει
είχαν μαλακωμένο
Fut
ure
Cont
inuous
θα μαλακώνω θα μαλακώνουμε, θα μαλακώνομε
θα μαλακώνεις θα μαλακώνετε
θα μαλακώνει θα μαλακώνουν(ε)
Simp
Fut
θα μαλακώσω θα μαλακώσουμε, θα μαλακώσομε
θα μαλακώσεις θα μαλακώσετε
θα μαλακώσει θα μαλακώσουν
Fut
Perf
θα έχω μαλακώσει
θα έχω μαλακωμένο
θα έχουμε μαλακώσει
θα έχουμε μαλακωμένο
θα έχεις μαλακώσει
θα έχεις μαλακωμένο
θα έχετε μαλακώσει
θα έχετε μαλακωμένο
θα έχει μαλακώσει
θα έχει μαλακωμένο
θα έχουν μαλακώσει
θα έχουν μαλακωμένο
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να μαλακώνω να μαλακώνουμε, να μαλακώνομε
να μαλακώνεις να μαλακώνετε
να μαλακώνει να μαλακώνουν(ε)
Aorist να μαλακώσω να μαλακώσουμε, να μαλακώσομε
να μαλακώσεις να μαλακώσετε
να μαλακώσει να μαλακώσουν(ε)
Perf να έχω μαλακώσει
να έχω μαλακωμένο
να έχουμε μαλακώσει
να έχουμε μαλακωμένο
να έχεις μαλακώσει
να έχεις μαλακωμένο
να έχετε μαλακώσει
να έχετε μαλακωμένο
να έχει μαλακώσει
να έχει μαλακωμένο
να έχουν μαλακώσει
να έχουν μαλακωμένο
Imper
ative
Pres μαλάκωνε μαλακώνετε
Aorist μαλάκωσε μαλακώστε, μαλακώσετε
Part
iciple
Pres μαλακώνοντας
Perf έχοντας μαλακώσει, έχοντας μαλακωμένο
Infin Aorist μαλακώσει