ΙΔΡΥΩ I establish |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
ιδρύω | ιδρύουμε, ιδρύομε | ιδρύομαι | ιδρυόμαστε |
ιδρύεις | ιδρύετε | ιδρύεσαι | ιδρύεστε, ιδρυόσαστε | ||
ιδρύει | ιδρύουν(ε) | ιδρύεται | ιδρύονται | ||
Imper fect |
ίδρυα | ιδρύαμε | ιδρυόμουν(α) | ιδρυόμαστε | |
ίδρυες | ιδρύατε | ιδρυόσουν(α) | ιδρυόσαστε | ||
ίδρυε | ίδρυαν, ιδρύαν(ε) | ιδρυόταν(ε) | ιδρύονταν | ||
Aorist | ίδρυσα | ιδρύσαμε | ιδρύθηκα | ιδρυθήκαμε | |
ίδρυσες | ιδρύσατε | ιδρύθηκες | ιδρυθήκατε | ||
ίδρυσε | ίδρυσαν, ιδρύσαν(ε) | ιδρύθηκε | ιδρύθηκαν, ιδρυθήκαν(ε) | ||
Per fect |
|||||
Plu per fect |
|||||
Fut ure Cont inuous |
θα ιδρύω | θα ιδρύουμε, θα ιδρύομε | θα ιδρύομαι | θα ιδρυόμαστε | |
θα ιδρύεις | θα ιδρύετε | θα ιδρύεσαι | θα ιδρύεστε |
||
θα ιδρύει | θα ιδρύουν(ε) | θα ιδρύεται | θα ιδρύονται | ||
Simp Fut |
θα ιδρύσω | θα ιδρύσουμε, θα ιδρύσομε | θα ιδρυθώ | θα ιδρυθούμε | |
θα ιδρύσεις | θα ιδρύσετε | θα ιδρυθείς | θα ιδρυθείτε | ||
θα ιδρύσει | θα ιδρύσουν(ε) | θα ιδρυθεί | θα ιδρυθούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να ιδρύω | να ιδρύουμε, |
να ιδρύομαι | να ιδρυόμαστε |
να ιδρύεις | να ιδρύετε | να ιδρύεσαι | να ιδρύεστε, |
||
να ιδρύει | να ιδρύουν(ε) | να ιδρύεται | να ιδρύονται | ||
Aorist | να ιδρύσω | να ιδρύσουμε, |
να ιδρυθώ | να ιδρυθούμε | |
να ιδρύσεις | να ιδρύσετε | να ιδρυθείς | να ιδρυθείτε | ||
να ιδρύσει | να ιδρύσουν(ε) | να ιδρυθεί | να ιδρυθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις ιδρύσει να έχεις ιδρυμένο |
να έχετε ιδρύσει να έχετε ιδρυμένο |
να έχεις ιδρυθεί να είσαι ιδρυμένος, -η |
να έχετε ιδρυθεί να είστε ιδρυμένοι, -ες |
||
να έχει ιδρύσει να έχει ιδρυμένο |
να έχουν ιδρύσει να έχουν ιδρυμένο |
να έχει ιδρυθεί να είναι ιδρυμένος, -η, -ο |
να έχουν ιδρυθεί να είναι ιδρυμένοι, -ες, -α |
||
Imper ative |
Pres | ίδρυε | ιδρύετε | ιδρύεστε | |
Aorist | ίδρυσε | ιδρύσετε, ιδρύστε | ιδρύσου | ιδρυθείτε | |
Part iciple |
Pres | ιδρύοντας | |||
Perf | έχοντας ιδρύσει, |
ιδρυμένος, -η, -ο | ιδρυμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ιδρύσει | ιδρυθεί |