ΓΙΑΤΡΕΥΩ
I heal
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
γιατρεύω γιατρεύουμε, γιατρεύομε γιατρεύομαι γιατρευόμαστε
γιατρεύεις γιατρεύετε γιατρεύεσαι γιατρεύεστε, γιατρευόσαστε
γιατρεύει γιατρεύουν(ε) γιατρεύεται γιατρεύονται
Imper
fect
γιάτρευα γιατρεύαμε γιατρευόμουν(α) γιατρευόμαστε, γιατρευόμασταν
γιάτρευες γιατρεύατε γιατρευόσουν(α) γιατρευόσαστε, γιατρευόσασταν
γιάτρευε γιάτρευαν, γιατρεύαν(ε) γιατρευότανε γιατρεύονταν, γιατρευόντανε, γιατρευόντουσαν
Aorist γιάτρεψα γιατρέψαμε γιατρεύτηκα γιατρευτήκαμε
γιάτρεψες γιατρέψατε γιατρεύτηκες γιατρευτήκατε
γιάτρεψε γιάτρεψαν, γιατρέψαν(ε) γιατρεύτηκε γιατρεύτηκαν, γιατρευτήκαν(ε)
Per
fect
έχω γιατρέψει
έχω γιατρεμένο
έχουμε γιατρέψει
έχουμε γιατρεμένο
έχω γιατρευτεί
είμαι γιατρεμένος, -η
έχουμε γιατρευτεί
είμαστε γιατρεμένοι, -ες
έχεις γιατρέψει
έχεις γιατρεμένο
έχετε γιατρέψει
έχετε γιατρεμένο
έχεις γιατρευτεί
είσαι γιατρεμένος, -η
έχετε γιατρευτεί
είστε γιατρεμένοι, -ες
έχει γιατρέψει
έχει γιατρεμένο
έχουν γιατρέψει
έχουν γιατρεμένο
έχει γιατρευτεί
είναι γιατρεμένος, -η, -ο
έχουν γιατρευτεί
είναι γιατρεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα γιατρέψει
είχα γιατρεμένο
είχαμε γιατρέψει
είχαμε γιατρεμένο
είχα γιατρευτεί
ήμουν γιατρεμένος, -η
είχαμε γιατρευτεί
ήμαστε γιατρεμένοι, -ες
είχες γιατρέψει
είχες γιατρεμένο
είχατε γιατρέψει
είχατε γιατρεμένο
είχες γιατρευτεί
ήσουν γιατρεμένος, -η
είχατε γιατρευτεί
ήσαστε γιατρεμένοι, -ες
είχε γιατρέψει
είχε γιατρεμένο
είχαν γιατρέψει
είχαν γιατρεμένο
είχε γιατρευτεί
ήταν γιατρεμένος, -η, -ο
είχαν γιατρευτεί
ήταν γιατρεμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα γιατρεύω θα γιατρεύουμε, θα γιατρεύομε θα γιατρεύομαι θα γιατρευόμαστε
θα γιατρεύεις θα γιατρεύετε θα γιατρεύεσαι θα γιατρεύεστε, θα γιατρευόσαστε
θα γιατρεύει θα γιατρεύουν(ε) θα γιατρεύεται θα γιατρεύονται
Simp
Fut
θα γιατρέψω θα γιατρέψουμε, θα γιατρέψομε θα γιατρευτώ θα γιατρευτούμε
θα γιατρέψεις θα γιατρέψετε θα γιατρευτείς θα γιατρευτείτε
θα γιατρέψει θα γιατρέψουν(ε) θα γιατρευτεί θα γιατρευτούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω γιατρέψει
θα έχω γιατρεμένο
θα έχουμε γιατρέψει
θα έχουμε γιατρεμένο
θα έχω γιατρευτεί
θα είμαι γιατρεμένος, -η
θα έχουμε γιατρευτεί
θα είμαστε γιατρεμένοι, -ες
θα έχεις γιατρέψει
θα έχεις γιατρεμένο
θα έχετε γιατρέψει
θα έχετε γιατρεμένο
θα έχεις γιατρευτεί
θα είσαι γιατρεμένος, -η
θα έχετε γιατρευτεί
θα είστε γιατρεμένοι, -ες
θα έχει γιατρέψει
θα έχει γιατρεμένο
θα έχουν γιατρέψει
θα έχουν γιατρεμένο
θα έχει γιατρευτεί
θα είναι γιατρεμένος, -η, -ο
θα έχουν γιατρευτεί
θα είναι γιατρεμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να γιατρεύω να γιατρεύουμε να γιατρεύομαι να γιατρευόμαστε
να γιατρεύεις να γιατρεύετε να γιατρεύεσαι να γιατρεύεστε, να γιατρευόσαστε
να γιατρεύει να γιατρεύουν να γιατρεύεται να γιατρεύονται
Aorist να γιατρέψω να γιατρέψουμε να γιατρευτώ να γιατρευτούμε
να γιατρέψεις να γιατρέψετε να γιατρευτείς να γιατρευτείτε
να γιατρέψει να γιατρέψουν να γιατρευτεί να γιατρευτούν(ε)
Perf να έχω γιατρέψει
να έχω γιατρεμένο
να έχουμε γιατρέψει
να έχουμε γιατρεμένο
να έχω γιατρευτεί
να είμαι γιατρεμένος, -η
να έχουμε γιατρευτεί
να είμαστε γιατρεμένοι, -ες
να έχεις γιατρέψει
να έχεις γιατρεμένο
να έχετε γιατρέψει
να έχετε γιατρεμένο
να έχεις γιατρευτεί
να είσαι γιατρεμένος, -η
να έχετε γιατρευτεί
να είστε γιατρεμένοι, -ες
να έχει γιατρέψει
να έχει γιατρεμένο
να έχουν γιατρέψει
να έχουν γιατρεμένο
να έχει γιατρευτεί
να είναι γιατρεμένος, -η, -ο
να έχουν γιατρευτεί
να είναι γιατρεμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres γιάτρευε γιατρεύετε γιατρεύεστε
Aorist γιάτρεψε γιατρέψτε, γιατρεύτε γιατρέψου γιατρευτείτε
Part
iciple
Pres γιατρεύοντας
Perf έχοντας γιατρέψει, έχοντας γιατρεμένο γιατρεμένος, -η, -ο γιατρεμένοι, -ες, -α
Infin Aorist γιατρέψει γιατρευτεί