ΕΚΦΡΑΖΩ
I express
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
εκφράζω εκφράζουμε, εκφράζομε εκφράζομαι εκφραζόμαστε
εκφράζεις εκφράζετε εκφράζεσαι εκφράζεστε, εκφραζόσαστε
εκφράζει εκφράζουν(ε) εκφράζεται εκφράζονται
Imper
fect
έκφραζα, εξέφραζα εκφράζαμε εκφραζόμουν(α) εκφραζόμαστε, εκφραζόμασταν
έκφραζες, εξέφραζες εκφράζατε εκφραζόσουν(α) εκφραζόσαστε, εκφραζόσασταν
έκφραζε, εξέφραζε έκφραζαν, εξέφραζαν, εκφράζαν(ε) εκφραζόταν(ε) εκφράζονταν, εκφραζόντανε, εκφραζόντουσαν
Aorist έκφρασα, εξέφρασα εκφράσαμε εκφράστηκα εκφραστήκαμε
έκφρασες, εξέφρασες εκφράσατε εκφράστηκες εκφραστήκατε
έκφρασε, εξέφρασε έκφρασαν, εξέφρασαν, εκφράσαν(ε) εκφράστηκε εκφράστηκαν, εκφραστήκανε
Per
fect
έχω εκφράσει
έχω εκφρασμένο
έχουμε εκφράσει
έχουμε εκφρασμένο
έχω εκφραστεί
είμαι εκφρασμένος, -η
έχουμε εκφραστεί
είμαστε εκφρασμένοι, -ες
έχεις εκφράσει
έχεις εκφρασμένο
έχετε εκφράσει
έχετε εκφρασμένο
έχεις εκφραστεί
είσαι εκφρασμένος, -η
έχετε εκφραστεί
είστε εκφρασμένοι, -ες
έχει εκφράσει
έχει εκφρασμένο
έχουν εκφράσει
έχουν εκφρασμένο
έχει εκφραστεί
είναι εκφρασμένος, -η, -ο
έχουν εκφραστεί
είναι εκφρασμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα εκφράσει
είχα εκφρασμένο
είχαμε εκφράσει
είχαμε εκφρασμένο
είχα εκφραστεί
ήμουν εκφρασμένος, -η
είχαμε εκφραστεί
ήμαστε εκφρασμένοι, -ες
είχες εκφράσει
είχες εκφρασμένο
είχατε εκφράσει
είχατε εκφρασμένο
είχες εκφραστεί
ήσουν εκφρασμένος, -η
είχατε εκφραστεί
ήσαστε εκφρασμένοι, -ες
είχε εκφράσει
είχε εκφρασμένο
είχαν εκφράσει
είχαν εκφρασμένο
είχε εκφραστεί
ήταν εκφρασμένος, -η, -ο
είχαν εκφραστεί
ήταν εκφρασμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα εκφράζω θα εκφράζουμε, θα εκφράζομε θα εκφράζομαι θα εκφραζόμαστε
θα εκφράζεις θα εκφράζετε θα εκφράζεσαι θα εκφράζεστε, θα εκφραζόσαστε
θα εκφράζει θα εκφράζουν(ε) θα εκφράζεται θα εκφράζονται
Simp
Fut
θα εκφράσω θα εκφράσουμε, θα εκφράσομε θα εκφραστώ θα εκφραστούμε
θα εκφράσεις θα εκφράσετε θα εκφραστείς θα εκφραστείτε
θα εκφράσει θα εκφράσουν(ε) θα εκφραστεί θα εκφραστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω εκφράσει
θα έχω εκφρασμένο
θα έχουμε εκφράσει
θα έχουμε εκφρασμένο
θα έχω εκφραστεί
θα είμαι εκφρασμένος, -η
θα έχουμε εκφραστεί
θα είμαστε εκφρασμένοι, -ες
θα έχεις εκφράσει
θα έχεις εκφρασμένο
θα έχετε εκφράσει
θα έχετε εκφρασμένο
θα έχεις εκφραστεί
θα είσαι εκφρασμένος, -η
θα έχετε εκφραστεί
θα είστε εκφρασμένοι, -ες
θα έχει εκφράσει
θα έχει εκφρασμένο
θα έχουν εκφράσει
θα έχουν εκφρασμένο
θα έχει εκφραστεί
θα είναι εκφρασμένος, -η, -ο
θα έχουν εκφραστεί
θα είναι εκφρασμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να εκφράζω να εκφράζουμε, να εκφράζομε να εκφράζομαι να εκφραζόμαστε
να εκφράζεις να εκφράζετε να εκφράζεσαι να εκφράζεστε, να εκφραζόσαστε
να εκφράζει να εκφράζουν(ε) να εκφράζεται να εκφράζονται
Aorist να εκφράσω να εκφράσουμε, να εκφράσομε να εκφραστώ να εκφραστούμε
να εκφράσεις να εκφράσετε να εκφραστείς να εκφραστείτε
να εκφράσει να εκφράσουν να εκφραστεί να εκφραστούν(ε)
Perf να έχω εκφράσει
να έχω εκφρασμένο
να έχουμε εκφράσει
να έχουμε εκφρασμένο
να έχω εκφραστεί
να είμαι εκφρασμένος, -η
να έχουμε εκφραστεί
να είμαστε εκφρασμένοι, -ες
να έχεις εκφράσει
να έχεις εκφρασμένο
να έχετε εκφράσει
να έχετε εκφρασμένο
να έχεις εκφραστεί
να είσαι εκφρασμένος, -η
να έχετε εκφραστεί
να είστε εκφρασμένοι, -ες
να έχει εκφράσει
να έχει εκφρασμένο
να έχουν εκφράσει
να έχουν εκφρασμένο
να έχει εκφραστεί
να είναι εκφρασμένος, -η, -ο
να έχουν εκφραστεί
να είναι εκφρασμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres έκφραζε εκφράζετε εκφράζεστε
Aorist έκφρασε εκφράστε εκφράσου εκφραστείτε
Part
iciple
Pres εκφράζοντας εκφραζόμενος
Perf έχοντας εκφράσει, έχοντας εκφρασμένο εκφρασμένος, -η, -ο εκφρασμένοι, -ες, -α
Infin Aorist εκφράσει εκφραστεί