ΑΥΞΑΝΩ I increase |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
αυξάνω | αυξάνουμε, αυξάνομε | αυξάνομαι | αυξανόμαστε |
αυξάνεις | αυξάνετε | αυξάνεσαι | αυξάνεστε, αυξανόσαστε | ||
αυξάνει | αυξάνουν(ε) | αυξάνεται | αυξάνονται | ||
Imper fect |
αύξανα | αυξάναμε | αυξανόμουν(α) | αυξανόμαστε, αυξανόμασταν | |
αύξανες | αυξάνατε | αυξανόσουν(α) | αυξανόσαστε, αυξανόσασταν | ||
αύξανε | αύξαναν, αυξάναν(ε) | αυξανόταν(ε) | αυξάνονταν, αυξανόντανε, αυξανόντουσαν | ||
Aorist | αύξησα | αυξήσαμε | αυξήθηκα | αυξηθήκαμε | |
αύξησες | αυξήσατε | αυξήθηκες | αυξηθήκατε | ||
αύξησε | αύξησαν, αυξήσαν(ε) | αυξήθηκε | αυξήθηκαν, αυξηθήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω αυξήσει | έχουμε αυξήσει | έχω αυξηθεί είμαι αυξημένος, -η |
έχουμε αυξηθεί είμαστε αυξημένοι, -ες |
|
έχεις αυξήσει | έχετε αυξήσει | έχεις αυξηθεί είσαι αυξημένος, -η |
έχετε αυξηθεί είστε αυξημένοι, -ες |
||
έχει αυξήσει | έχουν αυξήσει | έχει αυξηθεί είναι αυξημένος, -η, -ο |
έχουν αυξηθεί είναι αυξημένοι, -ες, -α |
||
Plu per fect |
είχα αυξήσει | είχαμε αυξήσει | είχα αυξηθεί ήμουν αυξημένος, -η |
είχαμε αυξηθεί ήμαστε αυξημένοι, -ες |
|
είχες αυξήσει | είχατε αυξήσει | είχες αυξηθεί ήσουν αυξημένος, -η |
είχατε αυξηθεί ήσαστε αυξημένοι, -ες |
||
είχε αυξήσει | είχαν αυξήσει | είχε αυξηθεί ήταν αυξημένος, -η, -ο |
είχαν αυξηθεί ήταν αυξημένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα αυξάνω | θα αυξάνουμε, θα αυξάνομε | θα αυξάνομαι | θα αυξανόμαστε | |
θα αυξάνεις | θα αυξάνετε | θα αυξάνεσαι | θα αυξάνεστε, θα αυξανόσαστε | ||
θα αυξάνει | θα αυξάνουν(ε) | θα αυξάνεται | θα αυξάνονται | ||
Simp Fut |
θα αυξήσω | θα αυξήσουμε, θα αυξήσομε | θα αυξηθώ | θα αυξηθούμε | |
θα αυξήσεις | θα αυξήσετε | θα αυξηθείς | θα αυξηθείτε | ||
θα αυξήσει | θα αυξήσουν(ε) | θα αυξηθεί | θα αυξηθούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω αυξήσει | θα έχουμε αυξήσει | θα έχω αυξηθεί θα είμαι αυξημένος, -η |
θα έχουμε αυξηθεί θα είμαστε αυξημένοι, -ες |
|
θα έχεις αυξήσει | θα έχετε αυξήσει | θα έχεις αυξηθεί θα είσαι αυξημένος, -η |
θα έχετε αυξηθεί θα είστε αυξημένοι, -ες |
||
θα έχει αυξήσει | θα έχουν αυξήσει | θα έχει αυξηθεί θα είναι αυξημένος, -η, -ο |
θα έχουν αυξηθεί θα είναι αυξημένοι, -ες, -α |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να αυξάνω | να αυξάνουμε, να αυξάνομε | να αυξάνομαι | να αυξανόμαστε |
να αυξάνεις | να αυξάνετε | να αυξάνεσαι | να αυξάνεστε, να αυξανόσαστε | ||
να αυξάνει | να αυξάνουν(ε) | να αυξάνεται | να αυξάνονται | ||
Aorist | να αυξήσω | να αυξήσουμε, να αυξήσομε | να αυξηθώ | να αυξηθούμε | |
να αυξήσεις | να αυξήσετε | να αυξηθείς | να αυξηθείτε | ||
να αυξήσει | να αυξήσουν(ε) | να αυξηθεί | να αυξηθούν(ε) | ||
Perf | να έχω αυξήσει | να έχουμε αυξήσει | να έχω αυξηθεί να είμαι αυξημένος, -η |
να έχουμε αυξηθεί να είμαστε αυξημένοι, -ες |
|
να έχεις αυξήσει | να έχετε αυξήσει | να έχεις αυξηθεί να είσαι αυξημένος, -η |
να έχετε αυξηθεί να είστε αυξημένοι, -ες |
||
να έχει αυξήσει | να έχουν αυξήσει | να έχει αυξηθεί να είναι αυξημένος, -η, -ο |
να έχουν αυξηθεί να είναι αυξημένοι, -ες, -α |
||
Imper ative |
Pres | αύξανε | αυξάνετε | αυξάνεστε | |
Aorist | αύξησε | αυξήστε | αυξήσου | αυξηθείτε | |
Part iciple |
Pres | αυξάνοντας | αυξανόμενος | ||
Perf | έχοντας αυξήσει | αυξημένος, -η, -ο | αυξημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αυξήσει | αυξηθεί |