ΤΕΡΜΑΤΙΖΩ
I terminate
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
τερματίζω τερματίζουμε, τερματίζομε τερματίζομαι τερματιζόμαστε
τερματίζεις τερματίζετε τερματίζεσαι τερματίζεστε, τερματιζόσαστε
τερματίζει τερματίζουν(ε) τερματίζεται τερματίζονται
Imper
fect
τερμάτιζα τερματίζαμε τερματιζόμουν(α) τερματιζόμαστε, τερματιζόμασταν
τερμάτιζες τερματίζατε τερματιζόσουν(α) τερματιζόσαστε, τερματιζόσασταν
τερμάτιζε τερμάτιζαν, τερματίζαν(ε) τερματιζόταν(ε) τερματίζονταν, τερματιζόντανε, τερματιζόντουσαν
Aorist τερμάτισα τερματίσαμε τερματίστηκα τερματιστήκαμε
τερμάτισες τερματίσατε τερματίστηκες τερματιστήκατε
τερμάτισε τερμάτισαν, τερματίσαν(ε) τερματίστηκε τερματίστηκαν, τερματιστήκαν(ε)
Per
fect
έχω τερματίσει
έχω τερματισμένο
έχουμε τερματίσει
έχουμε τερματισμένο
έχω τερματιστεί
είμαι τερματισμένος, -η
έχουμε τερματιστεί
είμαστε τερματισμένοι, -ες
έχεις τερματίσει
έχεις τερματισμένο
έχετε τερματίσει
έχετε τερματισμένο
έχεις τερματιστεί
είσαι τερματισμένος, -η
έχετε τερματιστεί
είστε τερματισμένοι, -ες
έχει τερματίσει
έχει τερματισμένο
έχουν τερματίσει
έχουν τερματισμένο
έχει τερματιστεί
είναι τερματισμένος, -η, -ο
έχουν τερματιστεί
είναι τερματισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα τερματίσει
είχα τερματισμένο
είχαμε τερματίσει
είχαμε τερματισμένο
είχα τερματιστεί
ήμουν τερματισμένος, -η
είχαμε τερματιστεί
ήμαστε τερματισμένοι, -ες
είχες τερματίσει
είχες τερματισμένο
είχατε τερματίσει
είχατε τερματισμένο
είχες τερματιστεί
ήσουν τερματισμένος, -η
είχατε τερματιστεί
ήσαστε τερματισμένοι, -ες
είχε τερματίσει
είχε τερματισμένο
είχαν τερματίσει
είχαν τερματισμένο
είχε τερματιστεί
ήταν τερματισμένος, -η, -ο
είχαν τερματιστεί
ήταν τερματισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα τερματίζω θα τερματίζουμε, θα τερματίζομε θα τερματίζομαι θα τερματιζόμαστε
θα τερματίζεις θα τερματίζετε θα τερματίζεσαι θα τερματίζεστε, θα τερματιζόσαστε
θα τερματίζει θα τερματίζουν(ε) θα τερματίζεται θα τερματίζονται
Simp
Fut
θα τερματίσω θα τερματίσουμε, θα τερματίζομε θα τερματιστώ θα τερματιστούμε
θα τερματίσεις θα τερματίσετε θα τερματιστείς θα τερματιστείτε
θα τερματίσει θα τερματίσουν(ε) θα τερματιστεί θα τερματιστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω τερματίσει
θα έχω τερματισμένο
θα έχουμε τερματίσει
θα έχουμε τερματισμένο
θα έχω τερματιστεί
θα είμαι τερματισμένος, -η
θα έχουμε τερματιστεί
θα είμαστε τερματισμένοι, -ες
θα έχεις τερματίσει
θα έχεις τερματισμένο
θα έχετε τερματίσει
θα έχετε τερματισμένο
θα έχεις τερματιστεί
θα είσαι τερματισμένος, -η
θα έχετε τερματιστεί
θα είστε τερματισμένοι, -ες
θα έχει τερματίσει
θα έχει τερματισμένο
θα έχουν τερματίσει
θα έχουν τερματισμένο
θα έχει τερματιστεί
θα είναι τερματισμένος, -η, -ο
θα έχουν τερματιστεί
θα είναι τερματισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να τερματίζω να τερματίζουμε, να τερματίζομε να τερματίζομαι να τερματιζόμαστε
να τερματίζεις να τερματίζετε να τερματίζεσαι να τερματίζεστε, να τερματιζόσαστε
να τερματίζει να τερματίζουν(ε) να τερματίζεται να τερματίζονται
Aorist να τερματίσω να τερματίσουμε, να τερματίσομε να τερματιστώ να τερματιστούμε
να τερματίσεις να τερματίσετε να τερματιστείς να τερματιστείτε
να τερματίσει να τερματίσουν(ε) να τερματιστεί να τερματιστούν(ε)
Perf να έχω τερματίσει
να έχω τερματισμένο
να έχουμε τερματίσει
να έχουμε τερματισμένο
να έχω τερματιστεί
να είμαι τερματισμένος, -η
να έχουμε τερματιστεί
να είμαστε τερματισμένοι, -ες
να έχεις τερματίσει
να έχεις τερματισμένο
να έχετε τερματίσει
να έχετε τερματισμένο
να έχεις τερματιστεί
να είσαι τερματισμένος, -η
να έχετε τερματιστεί
να είστε τερματισμένοι, -ες
να έχει τερματίσει
να έχει τερματισμένο
να έχουν τερματίσει
να έχουν τερματισμένο
να έχει τερματιστεί
να είναι τερματισμένος, -η, -ο
να έχουν τερματιστεί
να είναι τερματισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres τερμάτιζε τερματίζετε τερματίζεστε
Aorist τερμάτισε τερματίστε τερματίσου τερματιστείτε
Part
iciple
Pres τερματίζοντας τερματιζόμενος
Perf έχοντας τερματίσει, έχοντας τερματισμένο τερματισμένος, -η, -ο τερματισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist τερματίσει τερματιστεί