ΠΡΟΒΑΛΛΩ
I appear
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
προβάλλω προβάλλουμε, προβάλλομε προβάλλομαι προβαλλόμαστε
προβάλλεις προβάλλετε προβάλλεσαι προβάλλεστε, προβαλλόσαστε
προβάλλει προβάλλουν(ε) προβάλλεται προβάλλονται
Imper
fect
πρόβαλλα προβάλλαμε προβαλλόμουν(α) προβαλλόμαστε
πρόβαλλες προβάλλατε προβαλλόσουν(α) προβαλλόσαστε
πρόβαλλε πρόβαλλαν, προβάλλαν(ε) προβαλλόταν(ε) προβάλλονταν
Aorist πρόβαλα, προέβαλα προβάλαμε προβλήθηκα προβληθήκαμε
πρόβαλες, προέβαλες προβάλατε προβλήθηκες προβληθήκατε
πρόβαλε, προέβαλε πρόβαλαν, προβάλαν(ε), προέβαλαν προβλήθηκε προβλήθηκαν, προβληθήκαν(ε)
Per
fect
έχω προβάλει έχουμε προβάλει έχω προβληθεί
είμαι προβεβλημένος, -η
έχουμε προβληθεί
είμαστε προβεβλημένοι, -ες
έχεις προβάλει έχετε προβάλει έχεις προβληθεί
είσαι προβεβλημένος, -η
έχετε προβληθεί
είστε προβεβλημένοι, -ες
έχει προβάλει έχουν προβάλει έχει προβληθεί
είναι προβεβλημένος, -η, -ο
έχουν προβληθεί
είναι προβεβλημένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα προβάλει είχαμε προβάλει είχα προβληθεί
ήμουν προβεβλημένος, -η
είχαμε προβληθεί
ήμαστε προβεβλημένοι, -ες
είχες προβάλει είχατε προβάλει είχες προβληθεί
ήσουν προβεβλημένος, -η
είχατε προβληθεί
ήσαστε προβεβλημένοι, -ες
είχε προβάλει είχαν προβάλει είχε προβληθεί
ήταν προβεβλημένος, -η, -ο
είχαν προβληθεί
ήταν προβεβλημένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα προβάλλω θα προβάλλουμε, θα προβάλλομε θα προβάλλομαι θα προβαλλόμαστε
θα προβάλλεις θα προβάλλετε θα προβάλλεσαι θα προβάλλεστε, θα προβαλλόσαστε
θα προβάλλει θα προβάλλουν(ε) θα προβάλλεται θα προβάλλονται
Simp
Fut
θα προβάλω θα προβάλουμε, θα προβάλομε θα προβληθώ θα προβληθούμε
θα προβάλεις θα προβάλετε θα προβληθείς θα προβληθείτε
θα προβάλει θα προβάλουν(ε) θα προβληθεί θα προβληθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω προβάλει θα έχουμε προβάλει θα έχω προβληθεί
θα είμαι προβεβλημένος, -η
θα έχουμε προβληθεί
θα είμαστε προβεβλημένοι, -ες
θα έχεις προβάλει θα έχετε προβάλει θα έχεις προβληθεί
θα είσαι προβεβλημένος, -η
θα έχετε προβάλει
θα είστε προβεβλημένοι, -ες
θα έχει προβάλει θα έχουν προβάλει θα έχει προβληθεί
θα είναι προβεβλημένος, -η, -ο
θα έχουν προβληθεί
θα είναι προβεβλημένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να προβάλλω να προβάλλουμε, να προβάλλομε να προβάλλομαι να προβαλλόμαστε
να προβάλλεις να προβάλλετε να προβάλλεσαι να προβάλλεστε, να προβαλλόσαστε
να προβάλλει να προβάλλουνε να προβάλλεται να προβάλλονται
Aorist να προβάλω να προβάλουμε να προβληθώ να προβληθούμε
να προβάλεις να προβάλετε να προβληθείς να προβληθείτε
να προβάλει να προβάλουν(ε) να προβληθεί να προβληθούν(ε)
Perf να έχω προβάλει να έχουμε προβάλει να έχω προβληθεί
να είμαι προβεβλημένος, -η
να έχουμε προβληθεί
να είμαστε προβεβλημένοι, -ες
να έχεις προβάλει να έχετε προβάλει να έχεις προβληθεί
να είσαι προβεβλημένος, -η
να έχετε προβληθεί
να είστε προβεβλημένοι, -ες
να έχει προβάλει να έχουν προβάλει να έχει προβληθεί
να είναι προβεβλημένος, -η, -ο
να έχουν προβληθεί
να είναι προβεβλημένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres πρόβαλλε προβάλλετε προβάλλεστε
Aorist πρόβαλε προβάλετε προβληθείτε
Part
iciple
Pres προβάλλοντας προβαλλόμενος
Perf έχοντας προβάλει προβεβλημένος, -η, -ο προβεβλημένοι, -ες, -α
Infin Aorist προβάλει προβληθεί