ΚΑΤΑΦΕΡΩ
I inflict
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
καταφέρω καταφέρουμε, καταφέρομε καταφέρομαι καταφερόμαστε
καταφέρεις καταφέρετε καταφέρεσαι καταφέρεστε, καταφερόσαστε
καταφέρει καταφέρουν(ε) καταφέρεται καταφέρονται
Imper
fect
κατέφερα καταφέραμε καταφερόμουν(α) καταφερόμαστε, καταφερόμασταν
κατέφερες καταφέρατε καταφερόσουν(α) καταφερόσαστε, καταφερόσασταν
κατέφερε κατέφεραν, καταφέραν(ε) καταφερόταν(ε) καταφέρονταν, καταφερόντανε, καταφερόντουσαν
Aorist κατέφερα καταφέραμε καταφέρθηκα καταφερθήκαμε
κατέφερες καταφέρατε καταφέρθηκες καταφερθήκατε
κατέφερε κατέφεραν, καταφέραν(ε) καταφέρθηκε καταφέρθηκαν, καταφερθήκαν(ε)
Per
fect
έχω καταφέρει έχουμε καταφέρει έχω καταφερθεί έχουμε καταφερθεί
έχεις καταφέρει έχετε καταφέρει έχεις καταφερθεί έχετε καταφερθεί
έχει καταφέρει έχουν καταφέρει έχει καταφερθεί έχουν καταφερθεί
Plu
per
fect
είχα καταφέρει είχαμε καταφέρει είχα καταφερθεί είχαμε καταφερθεί
είχες καταφέρει είχατε καταφέρει είχες καταφερθεί είχατε καταφερθεί
είχε καταφέρει είχαν καταφέρει είχε καταφερθεί είχαν καταφερθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα καταφέρω θα καταφέρουμε, θα καταφέρομε θα καταφέρομαι θα καταφερόμαστε
θα καταφέρεις θα καταφέρετε θα καταφέρεσαι θα καταφέρεστε, θα καταφερόσαστε
θα καταφέρει θα καταφέρουν(ε) θα καταφέρεται θα καταφέρονται
Simp
Fut
θα καταφέρω θα καταφέρουμε, θα καταφέρομε θα καταφερθώ θα καταφερθούμε
θα καταφέρεις θα καταφέρετε θα καταφερθείς θα καταφερθείτε
θα καταφέρει θα καταφέρουν(ε) θα καταφερθεί θα καταφερθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω καταφέρει θα έχουμε καταφέρει θα έχω καταφερθεί θα έχουμε καταφερθεί
θα έχεις καταφέρει θα έχετε καταφέρει θα έχεις καταφερθεί θα έχετε καταφερθεί
θα έχει καταφέρει θα έχουν καταφέρει θα έχει καταφερθεί θα έχουν καταφερθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να καταφέρω να καταφέρουμε, να καταφέρομε να καταφέρομαι να καταφερόμαστε
να καταφέρεις να καταφέρετε να καταφέρεσαι να καταφέρεστε, να καταφερόσαστε
να καταφέρει να καταφέρουν(ε) να καταφέρεται να καταφέρονται
Aorist να καταφέρω να καταφέρουμε, να καταφέρομε να καταφερθώ να καταφερθούμε
να καταφέρεις να καταφέρετε να καταφερθείς να καταφερθείτε
να καταφέρει να καταφέρουν(ε) να καταφερθεί να καταφερθούν(ε)
Perf να έχω καταφέρει να έχουμε καταφέρει να έχω καταφερθεί να έχουμε καταφερθεί
να έχεις καταφέρει να έχετε καταφέρει να έχεις καταφερθεί να έχετε καταφερθεί
να έχει καταφέρει να έχουν καταφέρει να έχει καταφερθεί να έχουν καταφερθεί
Imper
ative
Pres καταφέρε καταφέρετε καταφέρεστε
Aorist κατάφερε καταφέρετε, καταφέρτε καταφέρου καταφερθείτε
Part
iciple
Pres καταφέροντας
Perf έχοντας καταφέρει
Infin Aorist καταφέρει καταφερθεί