ΒΑΡΑΩ I strike |
Active |
| Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
βαράω, βαρώ |
βαράμε, βαρούμε |
| βαράς |
βαράτε |
| βαράει, βαρά |
βαράν(ε), βαρούν(ε) |
Imper fect |
βαρούσα, βάραγα |
βαρούσαμε, βαράγαμε |
| βαρούσες, βάραγες |
βαρούσατε, βαράγατε |
| βαρούσε, βάραγε |
βαρούσαν(ε), βάραγαν, βαράγανε |
| Aorist |
βάρεσα |
βαρέσαμε |
| βάρεσες |
βαρέσατε |
| βάρεσε |
βάρεσαν, βαρέσαν(ε) |
Perf ect |
έχω βαρέσει
έχω βαρεμένο |
έχουμε βαρέσει
έχουμε βαρεμένο |
έχεις βαρέσει
έχεις βαρεμένο |
έχετε βαρέσει
έχετε βαρεμένο |
έχει βαρέσει
έχει βαρεμένο |
έχουν βαρέσει
έχουν βαρεμένο |
Plu perf ect |
είχα βαρέσει
είχα βαρεμένο |
είχαμε βαρέσει
είχαμε βαρεμένο |
είχες βαρέσει
είχες βαρεμένο |
είχατε βαρέσει
είχατε βαρεμένο |
είχε βαρέσει
είχε βαρεμένο |
είχαν βαρέσει
είχαν βαρεμένο |
Fut ure Cont inuous |
θα βαράω, θα βαρώ |
θα βαράμε, θα βαρούμε |
| θα βαράς |
θα βαράτε |
| θα βαράει, θα βαρά |
θα βαράν(ε), θα βαρούν(ε) |
Simp Fut |
θα βαρέσω |
θα βαρέσουμε, θα βαρέσομε |
| θα βαρέσεις |
θα βαρέσετε |
| θα βαρέσει |
θα βαρέσουν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω βαρέσει
θα έχω βαρεμένο |
θα έχουμε βαρέσει
θα έχουμε βαρεμένο |
θα έχεις βαρέσει
θα έχεις βαρεμένο |
θα έχετε βαρέσει
θα έχετε βαρεμένο |
θα έχει βαρέσει
θα έχει βαρεμένο |
θα έχουν βαρέσει
θα έχουν βαρεμένο |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να βαράω, να βαρώ |
να βαράμε, να βαρούμε |
| να βαράς |
να βαράτε |
| να βαράει, να βαρά |
να βαράν(ε), να βαρούν(ε) |
| Aorist |
να βαρέσω |
να βαρέσουμε, να βαρέσομε |
| να βαρέσεις |
να βαρέσετε |
| να βαρέσει |
να βαρέσουν(ε) |
| Perf |
να έχω βαρέσει
να έχω βαρεμένο |
να έχουμε βαρέσει
να έχουμε βαρεμένο |
να έχεις βαρέσει
να έχεις βαρεμένο |
να έχετε βαρέσει
να έχετε βαρεμένο |
να έχει βαρέσει
να έχει βαρεμένο |
να έχουν βαρέσει
να έχουν βαρεμένο |
Imper ative |
Pres |
βάρα, βάραγε |
βαράτε |
| Aorist |
βάρεσε, βάρα |
βαρέστε |
Part iciple |
Pres |
βαρώντας |
| Perf |
έχοντας βαρέσει, έχοντας βαρεμένο |
| Infin |
Aorist |
βαρέσει |