ΑΔΥΝΑΤΙΖΩ
I lose weight
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
αδυνατίζω αδυνατίζουμε, αδυνατίζομε
αδυνατίζεις αδυνατίζετε
αδυνατίζει αδυνατίζουν(ε)
Imper
fect
αδυνάτιζα αδυνατίζαμε
αδυνάτιζες αδυνατίζατε
αδυνάτιζε αδυνάτιζαν, αδυνατίζαν(ε)
Aorist αδυνάτισα αδυνατίσαμε
αδυνάτισες αδυνατίσατε
αδυνάτισε αδυνάτισαν, αδυνατίσαν(ε)
Per
fect
έχω αδυνατίσει έχουμε αδυνατίσει
έχεις αδυνατίσει έχετε αδυνατίσει
έχει αδυνατίσει έχουν αδυνατίσει
Plu
per
fect
είχα αδυνατίσει είχαμε αδυνατίσει
είχες αδυνατίσει είχατε αδυνατίσει
είχε αδυνατίσει είχαν αδυνατίσει
Fut
ure
Cont
inuous
θα αδυνατίζω θα αδυνατίζουμε, θα αδυνατίζομε
θα αδυνατίζεις θα αδυνατίζετε
θα αδυνατίζει θα αδυνατίζουν(ε)
Simp
Fut
θα αδυνατίσω θα αδυνατίσουμε, θα αδυνατίζομε
θα αδυνατίσεις θα αδυνατίσετε
θα αδυνατίσει θα αδυνατίσουν(ε)
Fut
Perf
θα έχω αδυνατίσει θα έχουμε αδυνατίσει
θα έχεις αδυνατίσει θα έχετε αδυνατίσει
θα έχει αδυνατίσει θα έχουν αδυνατίσει
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να αδυνατίζω να αδυνατίζουμε, να αδυνατίζομε
να αδυνατίζεις να αδυνατίζετε
να αδυνατίζει να αδυνατίζουν(ε)
Aorist να αδυνατίσω να αδυνατίσουμε, να αδυνατίσομε
να αδυνατίσεις να αδυνατίσετε
να αδυνατίσει να αδυνατίσουν(ε)
Perf να έχω αδυνατίσει να έχουμε αδυνατίσει
να έχεις αδυνατίσει να έχετε αδυνατίσει
να έχει αδυνατίσει να έχουν αδυνατίσει
Imper
ative
Pres αδυνάτιζε αδυνατίζετε
Aorist αδυνάτισε αδυνατίστε
Part
iciple
Pres αδυνατίζοντας
Perf έχοντας αδυνατίσει
αδυνατισμένος
Infin Aorist αδυνατίσει