ΠΡΟΣΛΑΜ.. I hire |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
προσλαμβάνω | προσλαμβάνουμε, προσλαμβάνομε | προσλαμβάνομαι | προσλαμβανόμαστε |
προσλαμβάνεις | προσλαμβάνετε | προσλαμβάνεσαι | προσλαμβάνεστε, προσλαμβανόσαστε | ||
προσλαμβάνει | προσλαμβάνουν(ε) | προσλαμβάνεται | προσλαμβάνονται | ||
Imper fect |
προσλάμβανα | προσλαμβάναμε | προσλαμβανόμουν(α) | προσλαμβανόμαστε | |
προσλάμβανες | προσλαμβάνατε | προσλαμβανόσουν(α) | προσλαμβανόσαστε | ||
προσλάμβανε | προσλάμβαναν, προσλαμβάναν(ε) | προσλαμβανόταν(ε) | προσλαμβάνονταν | ||
Aorist | προσέλαβα | προσλάβαμε | προσλήφθηκα | προσληφθήκαμε | |
προσέλαβες | προσλάβατε | προσλήφθηκες | προσληφθήκατε | ||
προσέλαβε | προσέλαβαν, προσλάβαν(ε) | προσλήφθηκε, προσελήφθη | προσλήφθηκαν, προσελήφθησαν | ||
Per fect |
|||||
Plu per fect |
|||||
Fut ure Cont inuous |
θα προσλαμβάνω | θα προσλαμβάνουμε, |
θα προσλαμβάνομαι | θα προσλαμβανόμαστε | |
θα προσλαμβάνεις | θα προσλαμβάνετε | θα προσλαμβάνεσαι | θα προσλαμβάνεστε, |
||
θα προσλαμβάνει | θα προσλαμβάνουν(ε) | θα προσλαμβάνεται | θα προσλαμβάνονται | ||
Simp Fut |
θα προσλάβω | θα προσλάβουμε, |
θα προσληφθώ | θα προσληφθούμε | |
θα προσλάβεις | θα προσλάβετε | θα προσληφθείς | θα προσληφθείτε | ||
θα προσλάβει | θα προσλάβουν(ε) | θα προσληφθεί | θα προσληφθούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να προσλαμβάνω | να προσλαμβάνουμε, |
να προσλαμβάνομαι | να προσλαμβανόμαστε |
να προσλαμβάνεις | να προσλαμβάνετε | να προσλαμβάνεσαι | να προσλαμβάνεστε, |
||
να προσλαμβάνει | να προσλαμβάνουν(ε) | να προσλαμβάνεται | να προσλαμβάνονται | ||
Aorist | να προσλάβω | να προσλάβουμε, |
να προσληφθώ | να προσληφθούμε | |
να προσλάβεις | να προσλάβετε | να προσληφθείς | να προσληφθείτε | ||
να προσλάβει | να προσλάβουν(ε) | να προσληφθεί | να προσληφθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ative |
Pres | προσλάμβανε | προσλαμβάνετε | προσλαμβάνεστε | |
Aorist | πρόσλαβε | προσλάβετε | προσληφθείτε | ||
Part iciple |
Pres | προσλαμβάνοντας | προσλαμβανόμενος | ||
Perf | έχοντας προσλάβει | ||||
Infin | Aorist | προσλάβει | προσληφθεί |