ΠΡΟΣΚΑΛΩ I invite |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
προσκαλώ |
προσκαλούμε |
προσκαλούμαι |
προσκαλούμαστε |
προσκαλείς |
προσκαλείτε |
προσκαλείσαι |
προσκαλείστε |
προσκαλεί |
προσκαλούν(ε) |
προσκαλείται |
προσκαλούνται |
Imper fect |
προσκαλούσα |
προσκαλούσαμε |
|
|
προσκαλούσες |
προσκαλούσατε |
|
|
προσκαλούσε |
προσκαλούσαν(ε) |
προσκαλούνταν, προσκαλείτο |
προσκαλούνταν, προσκαλούντο |
Aorist |
προσκάλεσα |
προσκαλέσαμε |
προσκλήθηκα |
προσκληθήκαμε |
προσκάλεσες |
προσκαλέσατε |
προσκλήθηκες |
προσκληθήκατε |
προσκάλεσε |
προσκάλεσαν, προσκαλέσαν(ε) |
προσκλήθηκε |
προσκλήθηκαν, προσκληθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω προσκαλέσει
έχω προσκαλεσμένο |
έχουμε προσκαλέσει
έχουμε προσκαλεσμένο |
έχω προσκληθεί
είμαι προσκαλεσμένος, -η |
έχουμε προσκληθεί
είμαστε προσκαλεσμένοι, -ες |
έχεις προσκαλέσει
έχεις προσκαλεσμένο |
έχετε προσκαλέσει
έχετε προσκαλεσμένο |
έχεις προσκληθεί
είσαι προσκαλεσμένος, -η |
έχετε προσκληθεί
είστε προσκαλεσμένοι, -ες |
έχει προσκαλέσει
έχει προσκαλεσμένο |
έχουν προσκαλέσει
έχουν προσκαλεσμένο |
έχει προσκληθεί
είναι προσκαλεσμένος, -η, -ο |
έχουν προσκληθεί
είναι προσκαλεσμένοι, -ές, -α |
Plu perf ect |
είχα προσκαλέσει
είχα προσκαλεσμένο |
είχαμε προσκαλέσει
είχαμε προσκαλεσμενο |
είχα προσκληθεί
ήμουν προσκαλεσμένος, -η |
είχαμε προσκληθεί
ήμαστε προσκαλεσμένοι, -ες |
είχες προσκαλέσει
είχες προσκαλεσμένο |
είχατε προσκαλέσει
είχατε προσκαλεσμένο |
είχες προσκληθεί
έσουν προσκαλεσμένος, -η |
είχατε προσκληθεί
έσαστε προσκαλεσμένοι, -ες |
είχε προσκαλέσει
είχε προσκαλεσμένο |
είχαν προσκαλέσει
είχαν προσκαλεσμένο |
είχε προσκληθεί
ήταν προσκαλεσμένος, -η, -ο |
είχαν προσκληθεί
ήταν προσκαλεσμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα προσκαλώ |
θα προσκαλούμε |
θα προσκαλούμαι |
θα προσκαλούμαστε |
θα προσκαλείς |
θα προσκαλείτε |
θα προσκαλείσαι |
θα προσκαλείστε |
θα προσκαλεί |
θα προσκαλούν(ε) |
θα προσκαλείται |
θα προσκαλούνται |
Simp Fut |
θα προσκαλέσω |
θα προσκαλέσουμε, θα προσκαλέσομε |
θα προσκληθώ |
θα προσκληθούμε |
θα προσκαλέσεις |
θα προσκαλέσετε |
θα προσκληθείς |
θα προσκληθείτε |
θα προσκαλέσει |
θα προσκαλέσουν(ε) |
θα προσκληθεί |
θα προσκληθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω προσκαλέσει
θα έχω προσκαλεσμένο |
θα έχουμε προσκαλέσει
θα έχουμε προσκαλεσμένο |
θα έχω προσκληθεί
θα είμαι προσκαλεσμένος, -η |
θα έχουμε προσκληθεί
θα είμαστε προσκαλεσμένοι, -ες |
θα έχεις προσκαλέσει
θα έχεις προσκαλεσμένο |
θα έχετε προσκαλέσει
θα έχετε προσκαλεσμένο |
θα έχεις προσκληθεί
θα είσαι προσκαλεσμένος, -η |
θα έχετε προσκληθεί
θα είστε προσκαλεσμένοι, -η |
θα έχει προσκαλέσει
θα έχει προσκαλεσμένο |
θα έχουν προσκαλέσει
θα έχουν προσκαλεσμένο |
θα έχει προσκληθεί
θα είναι προσκαλεσμένος, -η, -ο |
θα έχουν προσκληθεί
θα είναι προσκαλεσμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να προσκαλώ |
να προσκαλούμε |
να προσκαλούμαι |
να προσκαλούμαστε |
να προσκαλείς |
να προσκαλείτε |
να προσκαλείσαι |
να προσκαλείστε |
να προσκαλεί |
να προσκαλούν(ε) |
να προσκαλείται |
να προσκαλούνται |
Aorist |
να προσκαλέσω |
να προσκαλέσουμε, να προσκαλέσομε |
να προσκληθώ |
να προσκληθούμε |
να προσκαλέσεις |
να προσκαλέσετε |
να προσκληθείς |
να προσκληθείτε |
να προσκαλέσει |
να προσκαλέσουν(ε) |
να προσκληθεί |
να προσκληθούν(ε) |
Perf |
να έχω προσκαλέσει
να έχω προσκαλεσμένο |
να έχουμε προσκαλέσει
να έχουμε προσκαλεσμένο |
να έχω προσκληθεί
να είμαι προσκαλεσμένος, -η |
να έχουμε προσκληθεί
να είμαστε προσκαλεσμενοι, -ες |
να έχεις προσκαλέσει
να έχεις προσκαλεσμένο |
να έχετε προσκαλέσει
να έχετε προσκαλεσμένο |
να έχεις προσκληθεί
να είσαι προσκαλεσμένος, -η |
να έχετε προσκληθεί
να είστε προσκαλεσμένοι, -ες |
να έχει προσκαλέσει
να έχει προσκαλεσμένο |
να έχουν προσκαλέσει
να έχουν προσκαλεσμένο |
να έχει προσκληθεί
να είναι προσκαλεσμένος, -η, -ο |
να έχουν προσκληθεί
να είναι προσκαλεσμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
|
προσκαλείτε |
|
προσκαλείστε |
Aorist |
προσκάλεσε |
προσκαλέστε, προσκαλέσετε |
|
προσκληθείτε |
Part iciple |
Pres |
προσκαλώντας |
προσκαλούμενος |
Perf |
έχοντας προσκαλέσει, έχοντας προσκαλεσμένο |
προσκαλεσμένος, -η, -ο |
προσκαλεσμένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
προσκαλέσει |
προσκληθεί |