[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΠΡΟΚΑΛΩ
I challenge
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
προκαλώ προκαλούμε προκαλούμαι προκαλούμαστε
προκαλείς προκαλείτε προκαλείσαι προκαλείστε
προκαλεί προκαλούν(ε) προκαλείται προκαλούνται
Imper
fect
προκαλούσα προκαλούσαμε
προκαλούσες προκαλούσατε
προκαλούσε προκαλούσαν(ε) προκαλούνταν, προκαλείτο προκαλούνταν, προκαλούντο
Aorist προκάλεσα προκαλέσαμε προκλήθηκα προκληθήκαμε
προκάλεσες προκαλέσατε προκλήθηκες προκληθήκατε
προκάλεσε προκάλεσαν, προκαλέσαν(ε) προκλήθηκε προκλήθηκαν, προκληθήκαν(ε)
Perf
ect
έχω προκαλέσει έχουμε προκαλέσει έχω προκληθεί έχουμε προκληθεί
έχεις προκαλέσει έχετε προκαλέσει έχεις προκληθεί έχετε προκληθεί
έχει προκαλέσει έχουν προκαλέσει έχει προκληθεί έχουν προκληθεί
Plu
perf
ect
είχα προκαλέσει είχαμε προκαλέσει είχα προκληθεί είχαμε προκληθεί
είχες προκαλέσει είχατε προκαλέσει είχες προκληθεί είχατε προκληθεί
είχε προκαλέσει είχαν προκαλέσει είχε προκληθεί είχαν προκληθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα προκαλώ θα προκαλούμε θα προκαλούμαι θα προκαλούμαστε
θα προκαλείς θα προκαλείτε θα προκαλείσαι θα προκαλείστε
θα προκαλεί θα προκαλούν(ε) θα προκαλείται θα προκαλούνται
Simp
Fut
θα προκαλέσω θα προκαλέσουμε, θα προκαλέσομε θα προκληθώ θα προκληθούμε
θα προκαλέσεις θα προκαλέσετε θα προκληθείς θα προκληθείτε
θα προκαλέσει θα προκαλέσουν(ε) θα προκληθεί θα προκληθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω προκαλέσει θα έχουμε προκαλέσει θα έχω προκληθεί θα έχουμε προκληθεί
θα έχεις προκαλέσει θα έχετε προκαλέσει θα έχεις προκληθεί θα έχετε προκληθεί
θα έχει προκαλέσει θα έχουν προκαλέσει θα έχει προκληθεί θα έχουν προκληθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να προκαλώ να προκαλούμε να προκαλούμαι να προκαλούμαστε
να προκαλείς να προκαλείτε να προκαλείσαι να προκαλείστε
να προκαλεί να προκαλούν(ε) να προκαλείται να προκαλούνται
Aorist να προκαλέσω να προκαλέσουμε, να προκαλέσομε να προκληθώ να προκληθούμε
να προκαλέσεις να προκαλέσετε να προκληθείς να προκληθείτε
να προκαλέσει να προκαλέσουν(ε) να προκληθεί να προκληθούν(ε)
Perf να έχω προκαλέσει να έχουμε προκαλέσει να έχω προκληθεί να έχουμε προκληθεί
να έχεις προκαλέσει να έχετε προκαλέσει να έχεις προκληθεί να έχετε προκληθεί
να έχει προκαλέσει να έχουν προκαλέσει να έχει προκληθεί να έχουν προκληθεί
Imper
ative
Pres προκαλείτε προκαλείστε
Aorist προκάλεσε προκαλέστε, προκαλέσετε προκληθείτε
Part
iciple
Pres προκαλώντας προκαλούμενος
Perf έχοντας προκαλέσει
Infin Aorist προκαλέσει προκληθεί