ΠΡΟΛΑΜΒ.. I prevent |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
προλαμβάνω, προλαβαίνω | προλαμβάνουμε, προλαμβάνομε | προλαμβάνομαι | προλαμβανόμαστε |
προλαμβάνεις | προλαμβάνετε | προλαμβάνεσαι | προλαμβάνεστε, προλαμβανόσαστε | ||
προλαμβάνει | προλαμβάνουν(ε) | προλαμβάνεται | προλαμβάνονται | ||
Imper fect |
προλάμβανα | προλαμβάναμε | προλαμβανόμουν(α) | προλαμβανόμαστε | |
προλάμβανες | προλαμβάνατε | προλαμβανόσουν(α) | προλαμβανόσαστε | ||
προλάμβανε | προλάμβαναν, προλαμβάναν(ε) | προλαμβανόταν(ε) | προλαμβάνονταν | ||
Aorist | πρόλαβα | προλάβαμε | |||
πρόλαβες | προλάβατε | ||||
πρόλαβε | πρόλαβαν, προλάβαν(ε) | ||||
Per fect |
|||||
Plu per fect |
|||||
Fut ure Cont inuous |
θα προλαμβάνω | θα προλαμβάνουμε, |
θα προλαμβάνομαι | θα προλαμβανόμαστε | |
θα προλαμβάνεις | θα προλαμβάνετε | θα προλαμβάνεσαι | θα προλαμβάνεστε, |
||
θα προλαμβάνει | θα προλαμβάνουν(ε) | θα προλαμβάνεται | θα προλαμβάνονται | ||
Simp Fut |
θα προλάβω | θα προλάβουμε, |
θα προληφθώ | θα προληφθούμε | |
θα προλάβεις | θα προλάβετε | θα προληφθείς | θα προληφθείτε | ||
θα προλάβει | θα προλάβουν(ε) | θα προληφθεί | θα προληφθούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να προλαμβάνω | να προλαμβάνουμε, |
να προλαμβάνομαι | να προλαμβανόμαστε |
να προλαμβάνεις | να προλαμβάνετε | να προλαμβάνεσαι | να προλαμβάνεστε, |
||
να προλαμβάνει | να προλαμβάνουν(ε) | να προλαμβάνεται | να προλαμβάνονται | ||
Aorist | να προλάβω | να προλάβουμε, |
να προληφθώ | να προληφθούμε | |
να προλάβεις | να προλάβετε | να προληφθείς | να προληφθείτε | ||
να προλάβει | να προλάβουν(ε) | να προληφθεί | να προληφθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ative |
Pres | προλάμβανε | προλαμβάνετε | προλαμβάνεστε | |
Aorist | πρόλαβε | προλάβετε | προληφθείτε | ||
Part iciple |
Pres | προλαμβάνοντας | προλαμβανόμενος | ||
Perf | έχοντας προλάβει | ||||
Infin | Aorist | προλάβει | προληφθεί |