ΚΑΝΩ I do, make |
Active | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
κάνω | κάνουμε, κάνομε |
κάνεις | κάνετε | ||
κάνει | κάνουν(ε) | ||
Imper fect |
έκανα | κάναμε | |
έκανες | κάνατε | ||
έκανε | έκαναν, κάναν(ε) | ||
Aorist | έκανα, έκαμα | κάναμε, κάμαμε | |
έκανες, έκαμες | κάνατε, κάματε | ||
έκανε, έκαμε | έκαναν, κάναν(ε), έκαμαν, κάμαν(ε) | ||
Per fect |
έχω κάνει έχω κάμει έχω καμωμένο |
έχουμε κάνει έχουμε κάμει έχουμε καμωμένο |
|
έχεις κάνει έχεις κάμει έχεις καμωμένο |
έχετε κάνει έχετε κάμει έχετε καμωμένο |
||
έχει κάνει έχει κάμει έχει καμωμένο |
έχουν κάνει έχουν κάμει έχουν καμωμένο |
||
Plu per fect |
είχα κάνει είχα κάμει είχα καμωμένο |
είχαμε κάνει είχαμε κάμει είχαμε καμωμένο |
|
είχες κάνει είχες κάμει είχες καμωμένο |
είχατε κάνει είχατε κάμει είχατε καμωμένο |
||
είχε κάνει είχε κάμει είχε καμωμένο |
είχαν κάνει είχαν κάμει είχαν καμωμένο |
||
Fut ure Cont inuous |
θα κάνω | θα κάνουμε, θα κάνομε | |
θα κάνεις | θα κάνετε | ||
θα κάνει | θα κάνουν(ε) | ||
Simp Fut |
θα κάνω, θα κάμω | θα κάνουμε, θα κάμουμε | |
θα κάνεις, θα κάμεις | θα κάνετε, θα κάμετε | ||
θα κάνει, θα κάμει | θα κάνουν(ε), θα κάμουν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω κάνει θα έχω κάμει θα έχω καμωμένο |
θα έχουμε κάνει θα έχουμε κάμει θα έχουμε καμωμένο |
|
θα έχεις κάνει θα έχεις κάμει θα έχεις καμωμένο |
θα έχετε κάνει θα έχετε κάμει θα έχετε καμωμένο |
||
θα έχει κάνει θα έχει κάμει θα έχει καμωμένο |
θα έχουν κάνει θα έχουν κάμει θα έχουν καμωμένο |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να κάνω | να κάνουμε, να κάνομε |
να κάνεις | να κάνετε | ||
να κάνει | να κάνουν(ε) | ||
Aorist | να κάνω, να κάμω | να κάνουμε, να κάμουμε | |
να κάνεις, να κάμεις | να κάνετε, να κάμετε | ||
να κάνει, να κάμει | να κάνουν(ε), να κάμουν(ε) | ||
Perf | να έχω κάνει να έχω κάμει να έχω καμωμένο |
να έχουμε κάνει να έχουμε κάμει να έχουμε καμωμένο |
|
να έχεις κάνει να έχεις κάμει να έχεις καμωμένο |
να έχετε κάνει να έχετε κάμει να έχετε καμωμένο |
||
να έχει κάνει να έχει κάμει να έχει καμωμένο |
να έχουν κάνει να έχουν κάμει να έχουν καμωμένο |
||
Imper ative |
Pres | κάνε | κάνετε |
Aorist | κάνε, κάμε | κάντε, κάμετε | |
Part iciple |
Pres | κάνοντας | |
Perf | έχοντας κάνει έχοντας κάμει έχοντας καμωμένο |
||
Infin | Aorist | κάνει, κάμει |