| ΑΠΟΚΑΝΩ I get tired |
Active | ||
|---|---|---|---|
| Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E |
Pres ent |
αποκάνω | αποκάνουμε, αποκάνομε |
| αποκάνεις | αποκάνετε | ||
| αποκάνει | αποκάνουν(ε) | ||
| Imper fect |
απόκανα | αποκάναμε | |
| απόκανες | αποκάνατε | ||
| απόκανε | απόκαναν, αποκάναν(ε) | ||
| Aorist | απόκανα, απόαποκαμα | αποκάναμε, αποκάμαμε | |
| απόκανες, απόαποκαμες | αποκάνατε, αποκάματε | ||
| απόκανε, απόαποκαμε | απόκαναν, αποκάναν(ε), απόαποκαμαν, αποκάμαν(ε) | ||
| Per fect |
έχω αποκάνει έχω αποκάμει έχω αποκαμωμένο |
έχουμε αποκάνει έχουμε αποκάμει έχουμε αποκαμωμένο |
|
| έχεις αποκάνει έχεις αποκάμει έχεις αποκαμωμένο |
έχετε αποκάνει έχετε αποκάμει έχετε αποκαμωμένο |
||
| έχει αποκάνει έχει αποκάμει έχει αποκαμωμένο |
έχουν αποκάνει έχουν αποκάμει έχουν αποκαμωμένο |
||
| Plu per fect |
είχα αποκάνει είχα αποκάμει είχα αποκαμωμένο |
είχαμε αποκάνει είχαμε αποκάμει είχαμε αποκαμωμένο |
|
| είχες αποκάνει είχες αποκάμει είχες αποκαμωμένο |
είχατε αποκάνει είχατε αποκάμει είχατε αποκαμωμένο |
||
| είχε αποκάνει είχε αποκάμει είχε αποκαμωμένο |
είχαν αποκάνει είχαν αποκάμει είχαν αποκαμωμένο |
||
| Fut ure Cont inuous |
θα αποκάνω | θα αποκάνουμε, θα αποκάνομε | |
| θα αποκάνεις | θα αποκάνετε | ||
| θα αποκάνει | θα αποκάνουν(ε) | ||
| Simp Fut |
θα αποκάνω, θα αποκάμω | θα αποκάνουμε, θα αποκάμουμε | |
| θα αποκάνεις, θα αποκάμεις | θα αποκάνετε, θα αποκάμετε | ||
| θα αποκάνει, θα αποκάμει | θα αποκάνουν(ε), θα αποκάμουν(ε) | ||
| Fut Perf |
θα έχω αποκάνει θα έχω αποκάμει θα έχω αποκαμωμένο |
θα έχουμε αποκάνει θα έχουμε αποκάμει θα έχουμε αποκαμωμένο |
|
| θα έχεις αποκάνει θα έχεις αποκάμει θα έχεις αποκαμωμένο |
θα έχετε αποκάνει θα έχετε αποκάμει θα έχετε αποκαμωμένο |
||
| θα έχει αποκάνει θα έχει αποκάμει θα έχει αποκαμωμένο |
θα έχουν αποκάνει θα έχουν αποκάμει θα έχουν αποκαμωμένο |
||
| S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να αποκάνω | να αποκάνουμε, να αποκάνομε |
| να αποκάνεις | να αποκάνετε | ||
| να αποκάνει | να αποκάνουν(ε) | ||
| Aorist | να αποκάνω, να αποκάμω | να αποκάνουμε, να αποκάμουμε | |
| να αποκάνεις, να αποκάμεις | να αποκάνετε, να αποκάμετε | ||
| να αποκάνει, να αποκάμει | να αποκάνουν(ε), να αποκάμουν(ε) | ||
| Perf | να έχω αποκάνει να έχω αποκάμει να έχω αποκαμωμένο |
να έχουμε αποκάνει να έχουμε αποκάμει να έχουμε αποκαμωμένο |
|
| να έχεις αποκάνει να έχεις αποκάμει να έχεις αποκαμωμένο |
να έχετε αποκάνει να έχετε αποκάμει να έχετε αποκαμωμένο |
||
| να έχει αποκάνει να έχει αποκάμει να έχει αποκαμωμένο |
να έχουν αποκάνει να έχουν αποκάμει να έχουν αποκαμωμένο |
||
| Imper ative |
Pres | αποκάνε | αποκάνετε |
| Aorist | αποκάνε, αποκάμε | αποκάντε, αποκάμετε | |
| Part iciple |
Pres | αποκάνοντας | |
| Perf | έχοντας αποκάνει έχοντας αποκάμει έχοντας αποκαμωμένο |
||
| Infin | Aorist | αποκάνει, αποκάμει | |