ΞΕΤΥΛΙΓΩ I unwind |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
ξετυλίγω |
ξετυλίγουμε, ξετυλίγομε |
ξετυλίγομαι |
ξετυλιγόμαστε |
| ξετυλίγεις |
ξετυλίγετε |
ξετυλίγεσαι |
ξετυλίγεστε, ξετυλιγόσαστε |
| ξετυλίγει |
ξετυλίγουν(ε) |
ξετυλίγεται |
ξετυλίγονται |
Imper fect |
ξετύλιγα |
ξετυλίγαμε |
ξετυλιγόμουν(α) |
ξετυλιγόμαστε, ξετυλιγόμασταν |
| ξετύλιγες |
ξετυλίγατε |
ξετυλιγόσουν(α) |
ξετυλιγόσαστε, ξετυλιγόσασταν |
| ξετύλιγε |
ξετύλιγαν, ξετυλίγαν(ε) |
ξετυλιγόταν(ε) |
ξετυλίγονταν, ξετυλιγόντανε, ξετυλιγόντουσαν |
| Aorist |
ξετύλιξα |
ξετυλίξαμε |
ξετυλίχτηκα |
ξετυλιχτήκαμε |
| ξετύλιξες |
ξετυλίξατε |
ξετυλίχτηκες |
ξετυλιχτήκατε |
| ξετύλιξε |
ξετύλιξαν, ξετυλίξαν(ε) |
ξετυλίχτηκε |
ξετυλίχτηκαν, ξετυλιχτήκαν(ε) |
Per fect |
έχω ξετυλίξει
έχω ξετυλιγμένο |
έχουμε ξετυλίξει
έχουμε ξετυλιγμένο |
έχω ξετυλιχτεί
είμαι ξετυλιγμένος, -η |
έχουμε ξετυλιχτεί
είμαστε ξετυλιγμένοι, -ες |
έχεις ξετυλίξει
έχεις ξετυλιγμένο |
έχετε ξετυλίξει
έχετε ξετυλιγμένο |
έχεις ξετυλιχτεί
είσαι ξετυλιγμένος, -η |
έχετε ξετυλιχτεί
είστε ξετυλιγμένοι, -ες |
έχει ξετυλίξει
έχει ξετυλιγμένο |
έχουν ξετυλίξει
έχουν ξετυλιγμένο |
έχει ξετυλιχτεί
είναι ξετυλιγμένος, -η, -ο |
έχουν ξετυλιχτεί
είναι ξετυλιγμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα ξετυλίξει
είχα ξετυλιγμένο |
είχαμε ξετυλίξει
είχαμε ξετυλιγμένο |
είχα ξετυλιχτεί
ήμουν ξετυλιγμένος, -η |
είχαμε ξετυλιχτεί
ήμαστε ξετυλιγμένοι, -ες |
είχες ξετυλίξει
είχες ξετυλιγμένο |
είχατε ξετυλίξει
είχατε ξετυλιγμένο |
είχες ξετυλιχτεί
ήσουν ξετυλιγμένος, -η |
είχατε ξετυλιχτεί
ήσαστε ξετυλιγμένοι, -ες |
είχε ξετυλίξει
είχε ξετυλιγμένο |
είχαν ξετυλίξει
είχαν ξετυλιγμένο |
είχε ξετυλιχτεί
ήταν ξετυλιγμένος, -η, -ο |
είχαν ξετυλιχτεί
ήταν ξετυλιγμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα ξετυλίγω |
θα ξετυλίγουμε, θα ξετυλίγομε |
θα ξετυλίγομαι |
θα ξετυλιγόμαστε |
| θα ξετυλίγεις |
θα ξετυλίγετε |
θα ξετυλίγεσαι |
θα ξετυλίγεστε, θα ξετυλιγόσαστε |
| θα ξετυλίγει |
θα ξετυλίγουν(ε) |
θα ξετυλίγεται |
θα ξετυλίγονται |
Simp Fut |
θα ξετυλίξω |
θα ξετυλίξουμε, θα ξετυλίξομε |
θα ξετυλιχτώ |
θα ξετυλιχτούμε |
| θα ξετυλίξεις |
θα ξετυλίξετε |
θα ξετυλιχτείς |
θα ξετυλιχτείτε |
| θα ξετυλίξει |
θα ξετυλίξουν(ε) |
θα ξετυλιχτεί |
θα ξετυλιχτούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω ξετυλίξει
θα έχω ξετυλιγμένο |
θα έχουμε ξετυλίξει
θα έχουμε ξετυλιγμένο |
θα έχω ξετυλιχτεί
θα είμαι ξετυλιγμένος, -η |
θα έχουμε ξετυλιχτεί
θα είμαστε ξετυλιγμένοι, -ες |
θα έχεις ξετυλίξει
θα έχεις ξετυλιγμένο |
θα έχετε ξετυλίξει
θα έχετε ξετυλιγμένο |
θα έχεις ξετυλιχτεί
θα είσαι ξετυλιγμένος, -η |
θα έχετε ξετυλιχτεί
θα είστε ξετυλιγμένοι, -ες |
θα έχει ξετυλίξει
θα έχει ξετυλιγμένο |
θα έχουν ξετυλίξει
θα έχουν ξετυλιγμένο |
θα έχει ξετυλιχτεί
θα είναι ξετυλιγμένος, -η, -ο |
θα έχουν ξετυλιχτεί
θα είναι ξετυλιγμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να ξετυλίγω |
να ξετυλίγουμε, να ξετυλίγομε |
να ξετυλίγομαι |
να ξετυλιγόμαστε |
| να ξετυλίγεις |
να ξετυλίγετε |
να ξετυλίγεσαι |
να ξετυλίγεστε, να ξετυλιγόσαστε |
| να ξετυλίγει |
να ξετυλίγουν(ε) |
να ξετυλίγεται |
να ξετυλίγονται |
| Aorist |
να ξετυλίξω |
να ξετυλίξουμε, να ξετυλίξομε |
να ξετυλιχτώ |
να ξετυλιχτούμε |
| να ξετυλίξεις |
να ξετυλίξετε |
να ξετυλιχτείς |
να ξετυλιχτείτε |
| να ξετυλίξει |
να ξετυλίξουν(ε) |
να ξετυλιχτεί |
να ξετυλιχτούν(ε) |
| Perf |
να έχω ξετυλίξει
να έχω ξετυλιγμένο |
να έχουμε ξετυλίξει
να έχουμε ξετυλιγμένο |
να έχω ξετυλιχτεί
να είμαι ξετυλιγμένος, -η |
να έχουμε ξετυλιχτεί
να είμαστε ξετυλιγμένοι, -ες |
να έχεις ξετυλίξει
να έχεις ξετυλιγμένο |
να έχετε ξετυλίξει
να έχετε ξετυλιγμένο |
να έχεις ξετυλιχτεί
να είσαι ξετυλιγμένος, -η |
να έχετε ξετυλιχτεί
να είστε ξετυλιγμένοι, -ες |
να έχει ξετυλίξει
να έχει ξετυλιγμένο |
να έχουν ξετυλίξει
να έχουν ξετυλιγμένο |
να έχει ξετυλιχτεί
να είναι ξετυλιγμένος, -η, -ο |
να έχουν ξετυλιχτεί
να είναι ξετυλιγμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
ξετύλιγε |
ξετυλίγετε |
|
ξετυλίγεστε |
| Aorist |
ξετύλιξε |
ξετυλίξτε, ξετυλίχτε |
ξετυλίξου |
ξετυλιχτείτε |
Part iciple |
Pres |
ξετυλίγοντας |
|
| Perf |
έχοντας ξετυλίξει, έχοντας ξετυλιγμένο |
ξετυλιγμένος, -η, -ο |
ξετυλιγμένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
ξετυλίξει |
ξετυλιχτεί |