| ΕΞΑΣΦΑΛΙΖΩ I secure |
Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E |
Pres ent |
εξασφαλίζω | εξασφαλίζουμε, εξασφαλίζομε | εξασφαλίζομαι | εξασφαλιζόμαστε |
| εξασφαλίζεις | εξασφαλίζετε | εξασφαλίζεσαι | εξασφαλίζεστε, εξασφαλιζόσαστε | ||
| εξασφαλίζει | εξασφαλίζουν(ε) | εξασφαλίζεται | εξασφαλίζονται | ||
| Imper fect |
εξασφάλιζα | εξασφαλίζαμε | εξασφαλιζόμουν(α) | εξασφαλιζόμαστε, εξασφαλιζόμασταν | |
| εξασφάλιζες | εξασφαλίζατε | εξασφαλιζόσουν(α) | εξασφαλιζόσαστε, εξασφαλιζόσασταν | ||
| εξασφάλιζε | εξασφάλιζαν, εξασφαλίζαν(ε) | εξασφαλιζόταν(ε) | εξασφαλίζονταν, εξασφαλιζόντανε, εξασφαλιζόντουσαν | ||
| Aorist | εξασφάλισα | εξασφαλίσαμε | εξασφαλίστηκα | εξασφαλιστήκαμε | |
| εξασφάλισες | εξασφαλίσατε | εξασφαλίστηκες | εξασφαλιστήκατε | ||
| εξασφάλισε | εξασφάλισαν, εξασφαλίσαν(ε) | εξασφαλίστηκε | εξασφαλίστηκαν, εξασφαλιστήκαν(ε) | ||
| Per fect |
έχω εξασφαλίσει έχω εξασφαλισμένο |
έχουμε εξασφαλίσει έχουμε εξασφαλισμένο |
έχω εξασφαλιστεί είμαι εξασφαλισμένος, -η |
έχουμε εξασφαλιστεί είμαστε εξασφαλισμένοι, -ες |
|
| έχεις εξασφαλίσει έχεις εξασφαλισμένο |
έχετε εξασφαλίσει έχετε εξασφαλισμένο |
έχεις εξασφαλιστεί είσαι εξασφαλισμένος, -η |
έχετε εξασφαλιστεί είστε εξασφαλισμένοι, -ες |
||
| έχει εξασφαλίσει έχει εξασφαλισμένο |
έχουν εξασφαλίσει έχουν εξασφαλισμένο |
έχει εξασφαλιστεί είναι εξασφαλισμένος, -η, -ο |
έχουν εξασφαλιστεί είναι εξασφαλισμένοι, -ες, -α |
||
| Plu per fect |
είχα εξασφαλίσει είχα εξασφαλισμένο |
είχαμε εξασφαλίσει είχαμε εξασφαλισμένο |
είχα εξασφαλιστεί ήμουν εξασφαλισμένος, -η |
είχαμε εξασφαλιστεί ήμαστε εξασφαλισμένοι, -ες |
|
| είχες εξασφαλίσει είχες εξασφαλισμένο |
είχατε εξασφαλίσει είχατε εξασφαλισμένο |
είχες εξασφαλιστεί ήσουν εξασφαλισμένος, -η |
είχατε εξασφαλιστεί ήσαστε εξασφαλισμένοι, -ες |
||
| είχε εξασφαλίσει είχε εξασφαλισμένο |
είχαν εξασφαλίσει είχαν εξασφαλισμένο |
είχε εξασφαλιστεί ήταν εξασφαλισμένος, -η, -ο |
είχαν εξασφαλιστεί ήταν εξασφαλισμένοι, -ες, -α |
||
| Fut ure Cont inuous |
θα εξασφαλίζω | θα εξασφαλίζουμε, |
θα εξασφαλίζομαι | θα εξασφαλιζόμαστε | |
| θα εξασφαλίζεις | θα εξασφαλίζετε | θα εξασφαλίζεσαι | θα εξασφαλίζεστε, |
||
| θα εξασφαλίζει | θα εξασφαλίζουν(ε) | θα εξασφαλίζεται | θα εξασφαλίζονται | ||
| Simp Fut |
θα εξασφαλίσω | θα εξασφαλίσουμε, |
θα εξασφαλιστώ | θα εξασφαλιστούμε | |
| θα εξασφαλίσεις | θα εξασφαλίσετε | θα εξασφαλιστείς | θα εξασφαλιστείτε | ||
| θα εξασφαλίσει | θα εξασφαλίσουν(ε) | θα εξασφαλιστεί | θα εξασφαλιστούν(ε) | ||
| Fut Perf |
|||||
| S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να εξασφαλίζω | να εξασφαλίζουμε, |
να εξασφαλίζομαι | να εξασφαλιζόμαστε |
| να εξασφαλίζεις | να εξασφαλίζετε | να εξασφαλίζεσαι | να εξασφαλίζεστε, |
||
| να εξασφαλίζει | να εξασφαλίζουν(ε) | να εξασφαλίζεται | να εξασφαλίζονται | ||
| Aorist | να εξασφαλίσω | να εξασφαλίσουμε, |
να εξασφαλιστώ | να εξασφαλιστούμε | |
| να εξασφαλίσεις | να εξασφαλίσετε | να εξασφαλιστείς | να εξασφαλιστείτε | ||
| να εξασφαλίσει | να εξασφαλίσουν(ε) | να εξασφαλιστεί | να εξασφαλιστούν(ε) | ||
| Perf | να έχω εξασφαλίσει |
να έχουμε εξασφαλίσει |
να έχω εξασφαλιστεί |
να έχουμε εξασφαλιστεί |
|
| να έχεις εξασφαλίσει |
να έχετε εξασφαλίσει |
να έχεις εξασφαλιστεί |
να έχετε εξασφαλιστεί |
||
| να έχει εξασφαλίσει |
να έχουν εξασφαλίσει |
να έχει εξασφαλιστεί |
να έχουν εξασφαλιστεί |
||
| Imper ative |
Pres | εξασφάλιζε | εξασφαλίζετε | εξασφαλίζεστε | |
| Aorist | εξασφάλισε | εξασφαλίστε | εξασφαλίσου | εξασφαλιστείτε | |
| Part iciple |
Pres | εξασφαλίζοντας | εξασφαλιζόμενος | ||
| Perf | έχοντας εξασφαλίσει, έχοντας εξασφαλισμένο | εξασφαλισμένος, -η, -ο | εξασφαλισμένοι, -ες, -α | ||
| Infin | Aorist | εξασφαλίσει | εξασφαλιστεί | ||