[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΕΜΠΟΔΙΖΩ
I impede
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
εμποδίζω εμποδίζουμε, εμποδίζομε εμποδίζομαι εμποδιζόμαστε
εμποδίζεις εμποδίζετε εμποδίζεσαι εμποδίζεστε, εμποδιζόσαστε
εμποδίζει εμποδίζουν(ε) εμποδίζεται εμποδίζονται
Imper
fect
εμπόδιζα εμποδίζαμε εμποδιζόμουν(α) εμποδιζόμαστε, εμποδιζόμασταν
εμπόδιζες εμποδίζατε εμποδιζόσουν(α) εμποδιζόσαστε, εμποδιζόσασταν
εμπόδιζε εμπόδιζαν, εμποδίζαν(ε) εμποδιζόταν(ε) εμποδίζονταν, εμποδιζόντανε, εμποδιζόντουσαν
Aorist εμπόδισα εμποδίσαμε εμποδίστηκα εμποδιστήκαμε
εμπόδισες εμποδίσατε εμποδίστηκες εμποδιστήκατε
εμπόδισε εμπόδισαν, εμποδίσαν(ε) εμποδίστηκε εμποδίστηκαν, εμποδιστήκαν(ε)
Per
fect
έχω εμποδίσει
έχω εμποδισμένο
έχουμε εμποδίσει
έχουμε εμποδισμένο
έχω εμποδιστεί
είμαι εμποδισμένος, -η
έχουμε εμποδιστεί
είμαστε εμποδισμένοι, -ες
έχεις εμποδίσει
έχεις εμποδισμένο
έχετε εμποδίσει
έχετε εμποδισμένο
έχεις εμποδιστεί
είσαι εμποδισμένος, -η
έχετε εμποδιστεί
είστε εμποδισμένοι, -ες
έχει εμποδίσει
έχει εμποδισμένο
έχουν εμποδίσει
έχουν εμποδισμένο
έχει εμποδιστεί
είναι εμποδισμένος, -η, -ο
έχουν εμποδιστεί
είναι εμποδισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα εμποδίσει
είχα εμποδισμένο
είχαμε εμποδίσει
είχαμε εμποδισμένο
είχα εμποδιστεί
ήμουν εμποδισμένος, -η
είχαμε εμποδιστεί
ήμαστε εμποδισμένοι, -ες
είχες εμποδίσει
είχες εμποδισμένο
είχατε εμποδίσει
είχατε εμποδισμένο
είχες εμποδιστεί
ήσουν εμποδισμένος, -η
είχατε εμποδιστεί
ήσαστε εμποδισμένοι, -ες
είχε εμποδίσει
είχε εμποδισμένο
είχαν εμποδίσει
είχαν εμποδισμένο
είχε εμποδιστεί
ήταν εμποδισμένος, -η, -ο
είχαν εμποδιστεί
ήταν εμποδισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα εμποδίζω θα εμποδίζουμε, θα εμποδίζομε θα εμποδίζομαι θα εμποδιζόμαστε
θα εμποδίζεις θα εμποδίζετε θα εμποδίζεσαι θα εμποδίζεστε, θα εμποδιζόσαστε
θα εμποδίζει θα εμποδίζουν(ε) θα εμποδίζεται θα εμποδίζονται
Simp
Fut
θα εμποδίσω θα εμποδίσουμε, θα εμποδίζομε θα εμποδιστώ θα εμποδιστούμε
θα εμποδίσεις θα εμποδίσετε θα εμποδιστείς θα εμποδιστείτε
θα εμποδίσει θα εμποδίσουν(ε) θα εμποδιστεί θα εμποδιστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω εμποδίσει
θα έχω εμποδισμένο
θα έχουμε εμποδίσει
θα έχουμε εμποδισμένο
θα έχω εμποδιστεί
θα είμαι εμποδισμένος, -η
θα έχουμε εμποδιστεί
θα είμαστε εμποδισμένοι, -ες
θα έχεις εμποδίσει
θα έχεις εμποδισμένο
θα έχετε εμποδίσει
θα έχετε εμποδισμένο
θα έχεις εμποδιστεί
θα είσαι εμποδισμένος, -η
θα έχετε εμποδιστεί
θα είστε εμποδισμένοι, -ες
θα έχει εμποδίσει
θα έχει εμποδισμένο
θα έχουν εμποδίσει
θα έχουν εμποδισμένο
θα έχει εμποδιστεί
θα είναι εμποδισμένος, -η, -ο
θα έχουν εμποδιστεί
θα είναι εμποδισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να εμποδίζω να εμποδίζουμε, να εμποδίζομε να εμποδίζομαι να εμποδιζόμαστε
να εμποδίζεις να εμποδίζετε να εμποδίζεσαι να εμποδίζεστε, να εμποδιζόσαστε
να εμποδίζει να εμποδίζουν(ε) να εμποδίζεται να εμποδίζονται
Aorist να εμποδίσω να εμποδίσουμε, να εμποδίσομε να εμποδιστώ να εμποδιστούμε
να εμποδίσεις να εμποδίσετε να εμποδιστείς να εμποδιστείτε
να εμποδίσει να εμποδίσουν(ε) να εμποδιστεί να εμποδιστούν(ε)
Perf να έχω εμποδίσει
να έχω εμποδισμένο
να έχουμε εμποδίσει
να έχουμε εμποδισμένο
να έχω εμποδιστεί
να είμαι εμποδισμένος, -η
να έχουμε εμποδιστεί
να είμαστε εμποδισμένοι, -ες
να έχεις εμποδίσει
να έχεις εμποδισμένο
να έχετε εμποδίσει
να έχετε εμποδισμένο
να έχεις εμποδιστεί
να είσαι εμποδισμένος, -η
να έχετε εμποδιστεί
να είστε εμποδισμένοι, -ες
να έχει εμποδίσει
να έχει εμποδισμένο
να έχουν εμποδίσει
να έχουν εμποδισμένο
να έχει εμποδιστεί
να είναι εμποδισμένος, -η, -ο
να έχουν εμποδιστεί
να είναι εμποδισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres εμπόδιζε εμποδίζετε εμποδίζεστε
Aorist εμπόδισε εμποδίστε εμποδίσου εμποδιστείτε
Part
iciple
Pres εμποδίζοντας εμποδιζόμενος
Perf έχοντας εμποδίσει, έχοντας εμποδισμένο εμποδισμένος, -η, -ο εμποδισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist εμποδίσει εμποδιστεί