[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΕΞΑΡΓΥΡΩΝΩ
I cash
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
εξαργυρώνω εξαργυρώνουμε, εξαργυρώνομε εξαργυρώνομαι εξαργυρωνόμαστε
εξαργυρώνεις εξαργυρώνετε εξαργυρώνεσαι εξαργυρώνεστε, εξαργυρωνόσαστε
εξαργυρώνει εξαργυρώνουν(ε) εξαργυρώνεται εξαργυρώνονται
Imper
fect
εξαργύρωνα εξαργυρώναμε εξαργυρωνόμουν(α) εξαργυρωνόμαστε, εξαργυρωνόμασταν
εξαργύρωνες εξαργυρώνατε εξαργυρωνόσουν(α) εξαργυρωνόσαστε, εξαργυρωνόσασταν
εξαργύρωνε εξαργύρωναν, εξαργυρώναν(ε) εξαργυρωνόταν(ε) εξαργυρώνονταν, εξαργυρωνόντανε, εξαργυρωνόντουσαν
Aorist εξαργύρωσα εξαργυρώσαμε εξαργυρώθηκα εξαργυρωθήκαμε
εξαργύρωσες εξαργυρώσατε εξαργυρώθηκες εξαργυρωθήκατε
εξαργύρωσε εξαργύρωσαν, εξαργυρώσαν(ε) εξαργυρώθηκε εξαργυρώθηκαν, εξαργυρωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω εξαργυρώσει
έχω εξαργυρωμένο
έχουμε εξαργυρώσει
έχουμε εξαργυρωμένο
έχω εξαργυρωθεί
είμαι εξαργυρωμένος, -η
έχουμε εξαργυρωθεί
είμαστε εξαργυρωμένοι, -ες
έχεις εξαργυρώσει
έχεις εξαργυρωμένο
έχετε εξαργυρώσει
έχετε εξαργυρωμένο
έχεις εξαργυρωθεί
είσαι εξαργυρωμένος, -η
έχετε εξαργυρωθεί
είστε εξαργυρωμένοι, -ες
έχει εξαργυρώσει
έχει εξαργυρωμένο
έχουν εξαργυρώσει
έχουν εξαργυρωμένο
έχει εξαργυρωθεί
είναι εξαργυρωμένος, -η, -ο
έχουν εξαργυρωθεί
είναι εξαργυρωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα εξαργυρώσει
είχα εξαργυρωμένο
είχαμε εξαργυρώσει
είχαμε εξαργυρωμένο
είχα εξαργυρωθεί
ήμουν εξαργυρωμένος, -η
είχαμε εξαργυρωθεί
ήμαστε εξαργυρωμένοι, -ες
είχες εξαργυρώσει
είχες εξαργυρωμένο
είχατε εξαργυρώσει
είχατε εξαργυρωμένο
είχες εξαργυρωθεί
ήσουν εξαργυρωμένος, -η
είχατε εξαργυρωθεί
ήσαστε εξαργυρωμένοι, -ες
είχε εξαργυρώσει
είχε εξαργυρωμένο
είχαν εξαργυρώσει
είχαν εξαργυρωμένο
είχε εξαργυρωθεί
ήταν εξαργυρωμένος, -η, -ο
είχαν εξαργυρωθεί
ήταν εξαργυρωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα εξαργυρώνω θα εξαργυρώνουμε, θα εξαργυρώνομε θα εξαργυρώνομαι θα εξαργυρωνόμαστε
θα εξαργυρώνεις θα εξαργυρώνετε θα εξαργυρώνεσαι θα εξαργυρώνεστε, θα εξαργυρωνόσαστε
θα εξαργυρώνει θα εξαργυρώνουν(ε) θα εξαργυρώνεται θα εξαργυρώνονται
Simp
Fut
θα εξαργυρώσω θα εξαργυρώσουμε, θα εξαργυρώσομε θα εξαργυρωθώ θα εξαργυρωθούμε
θα εξαργυρώσεις θα εξαργυρώσετε θα εξαργυρωθείς θα εξαργυρωθείτε
θα εξαργυρώσει θα εξαργυρώσουν θα εξαργυρωθεί θα εξαργυρωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω εξαργυρώσει
θα έχω εξαργυρωμένο
θα έχουμε εξαργυρώσει
θα έχουμε εξαργυρωμένο
θα έχω εξαργυρωθεί
θα είμαι εξαργυρωμένος, -η
θα έχουμε εξαργυρωθεί
θα είμαστε εξαργυρωμένοι, -ες
θα έχεις εξαργυρώσει
θα έχεις εξαργυρωμένο
θα έχετε εξαργυρώσει
θα έχετε εξαργυρωμένο
θα έχεις εξαργυρωθεί
θα είσαι εξαργυρωμένος, -η
θα έχετε εξαργυρωθεί
θα είστε εξαργυρωμένοι, -ες
θα έχει εξαργυρώσει
θα έχει εξαργυρωμένο
θα έχουν εξαργυρώσει
θα έχουν εξαργυρωμένο
θα έχει εξαργυρωθεί
θα είναι εξαργυρωμένος, -η, -ο
θα έχουν εξαργυρωθεί
θα είναι εξαργυρωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να εξαργυρώνω να εξαργυρώνουμε, να εξαργυρώνομε να εξαργυρώνομαι να εξαργυρωνόμαστε
να εξαργυρώνεις να εξαργυρώνετε να εξαργυρώνεσαι να εξαργυρώνεστε, να εξαργυρωνόσαστε
να εξαργυρώνει να εξαργυρώνουν(ε) να εξαργυρώνεται να εξαργυρώνονται
Aorist να εξαργυρώσω να εξαργυρώσουμε, να εξαργυρώσομε να εξαργυρωθώ να εξαργυρωθούμε
να εξαργυρώσεις να εξαργυρώσετε να εξαργυρωθείς να εξαργυρωθείτε
να εξαργυρώσει να εξαργυρώσουν(ε) να εξαργυρωθεί να εξαργυρωθούν(ε)
Perf να έχω εξαργυρώσει
να έχω εξαργυρωμένο
να έχουμε εξαργυρώσει
να έχουμε εξαργυρωμένο
να έχω εξαργυρωθεί
να είμαι εξαργυρωμένος, -η
να έχουμε εξαργυρωθεί
να είμαστε εξαργυρωμένοι, -ες
να έχεις εξαργυρώσει
να έχεις εξαργυρωμένο
να έχετε εξαργυρώσει
να έχετε εξαργυρωμένο
να έχεις εξαργυρωθεί
να είσαι εξαργυρωμένος, -η
να έχετε εξαργυρωθεί
να είστε εξαργυρωμένοι, -ες
να έχει εξαργυρώσει
να έχει εξαργυρωμένο
να έχουν εξαργυρώσει
να έχουν εξαργυρωμένο
να έχει εξαργυρωθεί
να είναι εξαργυρωμένος, -η, -ο
να έχουν εξαργυρωθεί
να είναι εξαργυρωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres εξαργύρωνε εξαργυρώνετε εξαργυρώνεστε
Aorist εξαργύρωσε εξαργυρώστε, εξαργυρώσετε εξαργυρώσου εξαργυρωθείτε
Part
iciple
Pres εξαργυρώνοντας
Perf έχοντας εξαργυρώσει, έχοντας εξαργυρωμένο εξαργυρωμένος, -η, -ο εξαργυρωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist εξαργυρώσει εξαργυρωθεί