[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΕΞΑΚΡΙΒΩΝΩ
I ascertain
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
εξακριβώνω εξακριβώνουμε, εξακριβώνομε εξακριβώνομαι εξακριβωνόμαστε
εξακριβώνεις εξακριβώνετε εξακριβώνεσαι εξακριβώνεστε, εξακριβωνόσαστε
εξακριβώνει εξακριβώνουν(ε) εξακριβώνεται εξακριβώνονται
Imper
fect
εξακρίβωνα εξακριβώναμε εξακριβωνόμουν(α) εξακριβωνόμαστε, εξακριβωνόμασταν
εξακρίβωνες εξακριβώνατε εξακριβωνόσουν(α) εξακριβωνόσαστε, εξακριβωνόσασταν
εξακρίβωνε εξακρίβωναν, εξακριβώναν(ε) εξακριβωνόταν(ε) εξακριβώνονταν, εξακριβωνόντανε, εξακριβωνόντουσαν
Aorist εξακρίβωσα εξακριβώσαμε εξακριβώθηκα εξακριβωθήκαμε
εξακρίβωσες εξακριβώσατε εξακριβώθηκες εξακριβωθήκατε
εξακρίβωσε εξακρίβωσαν, εξακριβώσαν(ε) εξακριβώθηκε εξακριβώθηκαν, εξακριβωθήκαν(ε)
Per
fect
έχω εξακριβώσει
έχω εξακριβωμένο
έχουμε εξακριβώσει
έχουμε εξακριβωμένο
έχω εξακριβωθεί
είμαι εξακριβωμένος, -η
έχουμε εξακριβωθεί
είμαστε εξακριβωμένοι, -ες
έχεις εξακριβώσει
έχεις εξακριβωμένο
έχετε εξακριβώσει
έχετε εξακριβωμένο
έχεις εξακριβωθεί
είσαι εξακριβωμένος, -η
έχετε εξακριβωθεί
είστε εξακριβωμένοι, -ες
έχει εξακριβώσει
έχει εξακριβωμένο
έχουν εξακριβώσει
έχουν εξακριβωμένο
έχει εξακριβωθεί
είναι εξακριβωμένος, -η, -ο
έχουν εξακριβωθεί
είναι εξακριβωμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα εξακριβώσει
είχα εξακριβωμένο
είχαμε εξακριβώσει
είχαμε εξακριβωμένο
είχα εξακριβωθεί
ήμουν εξακριβωμένος, -η
είχαμε εξακριβωθεί
ήμαστε εξακριβωμένοι, -ες
είχες εξακριβώσει
είχες εξακριβωμένο
είχατε εξακριβώσει
είχατε εξακριβωμένο
είχες εξακριβωθεί
ήσουν εξακριβωμένος, -η
είχατε εξακριβωθεί
ήσαστε εξακριβωμένοι, -ες
είχε εξακριβώσει
είχε εξακριβωμένο
είχαν εξακριβώσει
είχαν εξακριβωμένο
είχε εξακριβωθεί
ήταν εξακριβωμένος, -η, -ο
είχαν εξακριβωθεί
ήταν εξακριβωμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα εξακριβώνω θα εξακριβώνουμε, θα εξακριβώνομε θα εξακριβώνομαι θα εξακριβωνόμαστε
θα εξακριβώνεις θα εξακριβώνετε θα εξακριβώνεσαι θα εξακριβώνεστε, θα εξακριβωνόσαστε
θα εξακριβώνει θα εξακριβώνουν(ε) θα εξακριβώνεται θα εξακριβώνονται
Simp
Fut
θα εξακριβώσω θα εξακριβώσουμε, θα εξακριβώσομε θα εξακριβωθώ θα εξακριβωθούμε
θα εξακριβώσεις θα εξακριβώσετε θα εξακριβωθείς θα εξακριβωθείτε
θα εξακριβώσει θα εξακριβώσουν θα εξακριβωθεί θα εξακριβωθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω εξακριβώσει
θα έχω εξακριβωμένο
θα έχουμε εξακριβώσει
θα έχουμε εξακριβωμένο
θα έχω εξακριβωθεί
θα είμαι εξακριβωμένος, -η
θα έχουμε εξακριβωθεί
θα είμαστε εξακριβωμένοι, -ες
θα έχεις εξακριβώσει
θα έχεις εξακριβωμένο
θα έχετε εξακριβώσει
θα έχετε εξακριβωμένο
θα έχεις εξακριβωθεί
θα είσαι εξακριβωμένος, -η
θα έχετε εξακριβωθεί
θα είστε εξακριβωμένοι, -ες
θα έχει εξακριβώσει
θα έχει εξακριβωμένο
θα έχουν εξακριβώσει
θα έχουν εξακριβωμένο
θα έχει εξακριβωθεί
θα είναι εξακριβωμένος, -η, -ο
θα έχουν εξακριβωθεί
θα είναι εξακριβωμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να εξακριβώνω να εξακριβώνουμε, να εξακριβώνομε να εξακριβώνομαι να εξακριβωνόμαστε
να εξακριβώνεις να εξακριβώνετε να εξακριβώνεσαι να εξακριβώνεστε, να εξακριβωνόσαστε
να εξακριβώνει να εξακριβώνουν(ε) να εξακριβώνεται να εξακριβώνονται
Aorist να εξακριβώσω να εξακριβώσουμε, να εξακριβώσομε να εξακριβωθώ να εξακριβωθούμε
να εξακριβώσεις να εξακριβώσετε να εξακριβωθείς να εξακριβωθείτε
να εξακριβώσει να εξακριβώσουν(ε) να εξακριβωθεί να εξακριβωθούν(ε)
Perf να έχω εξακριβώσει
να έχω εξακριβωμένο
να έχουμε εξακριβώσει
να έχουμε εξακριβωμένο
να έχω εξακριβωθεί
να είμαι εξακριβωμένος, -η
να έχουμε εξακριβωθεί
να είμαστε εξακριβωμένοι, -ες
να έχεις εξακριβώσει
να έχεις εξακριβωμένο
να έχετε εξακριβώσει
να έχετε εξακριβωμένο
να έχεις εξακριβωθεί
να είσαι εξακριβωμένος, -η
να έχετε εξακριβωθεί
να είστε εξακριβωμένοι, -ες
να έχει εξακριβώσει
να έχει εξακριβωμένο
να έχουν εξακριβώσει
να έχουν εξακριβωμένο
να έχει εξακριβωθεί
να είναι εξακριβωμένος, -η, -ο
να έχουν εξακριβωθεί
να είναι εξακριβωμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres εξακρίβωνε εξακριβώνετε εξακριβώνεστε
Aorist εξακρίβωσε εξακριβώστε, εξακριβώσετε εξακριβώσου εξακριβωθείτε
Part
iciple
Pres εξακριβώνοντας
Perf έχοντας εξακριβώσει, έχοντας εξακριβωμένο εξακριβωμένος, -η, -ο εξακριβωμένοι, -ες, -α
Infin Aorist εξακριβώσει εξακριβωθεί