ΔΙΑΝΕΜΩ I distribute |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
διανέμω | διανέμουμε, διανέμομε | διανέμομαι | διανεμόμαστε |
διανέμεις | διανέμετε | διανέμεσαι | διανέμεστε, διανεμόσαστε | ||
διανέμει | διανέμουν(ε) | διανέμεται | διανέμονται | ||
Imper fect |
διένεμα | διανέμαμε | διανεμόμουν(α) | διανεμόμαστε | |
διένεμες | διανέματε | διανεμόσουν(α) | διανεμόσαστε | ||
διένεμε | διένεμαν, διανέμαν(ε) | διανεμόταν(ε) | διανέμονταν | ||
Aorist | διένειμα | διανείμαμε | διανεμήθηκα | διανεμηθήκαμε | |
διένειμες | διανείματε | διανεμήθηκες | διανεμηθήκατε | ||
διένειμε | διένειμαν, διανείμαν(ε) | διανεμήθηκε | διανεμήθηκαν, διανεμηθήκαν(ε) | ||
Per fect |
|||||
Plu per fect |
|||||
Fut ure Cont inuous |
θα διανέμω | θα διανέμουμε, θα διανέμομε | θα διανέμομαι | θα διανεμόμαστε | |
θα διανέμεις | θα διανέμετε | θα διανέμεσαι | θα διανέμεστε |
||
θα διανέμει | θα διανέμουν(ε) | θα διανέμεται | θα διανέμονται | ||
Simp Fut |
θα διανείμω | θα διανείμουμε, θα διανείμομε | θα διανεμηθώ | θα διανεμηθούμε | |
θα διανείμεις | θα διανείμετε | θα διανεμηθείς | θα διανεμηθείτε | ||
θα διανείμει | θα διανείμουν(ε) | θα διανεμηθεί | θα διανεμηθούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να διανέμω | να διανέμουμε, |
να διανέμομαι | να διανεμόμαστε |
να διανέμεις | να διανέμετε | να διανέμεσαι | να διανέμεστε, |
||
να διανέμει | να διανέμουν(ε) | να διανέμεται | να διανέμονται | ||
Aorist | να διανείμω | να διανείμουμε, |
να διανεμηθώ | να διανεμηθούμε | |
να διανείμεις | να διανείμετε | να διανεμηθείς | να διανεμηθείτε | ||
να διανείμει | να διανείμουν(ε) | να διανεμηθεί | να διανεμηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις διανείμει να έχεις διανεμημένο |
να έχετε διανείμει να έχετε διανεμημένο |
να έχεις διανεμηθεί να είσαι διανεμημένος, -η |
να έχετε διανεμηθεί να είστε διανεμημένοι, -ες |
||
να έχει διανείμει να έχει διανεμημένο |
να έχουν διανείμει να έχουν διανεμημένο |
να έχει διανεμηθεί να είναι διανεμημένος, -η, -ο |
να έχουν διανεμηθεί να είναι διανεμημένοι, -ες, -α |
||
Imper ative |
Pres | διάνεμε | διανέμετε | διανέμεστε | |
Aorist | διάνειμε | διανείμετε | διανεμηθείτε | ||
Part iciple |
Pres | διανέμοντας | |||
Perf | έχοντας διανείμει, |
διανεμημένος, -η, -ο | διανεμημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διανείμει | διανεμηθεί |