[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΔΙΑΡΡΗΓΝΥΩ
I tear
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
διαρρηγνύω διαρρηγνύουμε, διαρρηγνύομε διαρρηγνύομαι διαρρηγνυόμαστε
διαρρηγνύεις διαρρηγνύετε διαρρηγνύεσαι διαρρηγνύεστε, διαρρηγνυόσαστε
διαρρηγνύει διαρρηγνύουν(ε) διαρρηγνύεται διαρρηγνύονται
Imper
fect
διαρρήγνυα διαρρηγνύαμε διαρρηγνυόμουν(α) διαρρηγνυόμαστε, διαρρηγνυόμασταν
διαρρήγνυες διαρρηγνύατε διαρρηγνυόσουν(α) διαρρηγνυόσαστε, διαρρηγνυόσασταν
διαρρήγνυε διαρρήγνυαν, διαρρηγνύαν(ε) διαρρηγνυόταν(ε) διαρρηγνύονταν, διαρρηγνυόντανε, διαρρηγνυόντουσαν
Aorist διέρρηξα, διάρρηξα διαρρήξαμε διαρρήχθηκα, διαρρήχτηκα διαρρηχθήκαμε, διαρρηχτήκαμε
διέρρηξες, διάρρηξες διαρρήξατε διαρρήχθηκες, διαρρήχτηκες διαρρηχθήκατε, διαρρηχτήκατε
διέρρηξε, διάρρηξε διέρρηξαν, διάρρηξαν, διαρρήξαν(ε) διαρρήχθηκε, διαρρήχτηκε διαρρήχθηκαν, διαρρηχθήκαν(ε)
διαρρήχτηκαν, διαρρηχτήκαν(ε)
Per
fect
έχω διαρρήξει έχουμε διαρρήξει έχω διαρρηχθεί έχουμε διαρρηχθεί
έχεις διαρρήξει έχετε διαρρήξει έχεις διαρρηχθεί έχετε διαρρηχθεί
έχει διαρρήξει έχουν διαρρήξει έχει διαρρηχθεί έχουν διαρρηχθεί
Plu
per
fect
είχα διαρρήξει είχαμε διαρρήξει είχα διαρρηχθεί είχαμε διαρρηχθεί
είχες διαρρήξει είχατε διαρρήξει είχες διαρρηχθεί είχατε διαρρηχθεί
είχε διαρρήξει είχαν διαρρήξει είχε διαρρηχθεί είχαν διαρρηχθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα διαρρηγνύω θα διαρρηγνύουμε, θα διαρρηγνύομε θα διαρρηγνύομαι θα διαρρηγνυόμαστε
θα διαρρηγνύεις θα διαρρηγνύετε θα διαρρηγνύεσαι θα διαρρηγνύεστε, θα διαρρηγνυόσαστε
θα διαρρηγνύει θα διαρρηγνύουν(ε) θα διαρρηγνύεται θα διαρρηγνύονται
Simp
Fut
θα διαρρήξω θα διαρρήξουμε, θα διαρρήξομε θα διαρρηχθώ θα διαρρηχθούμε
θα διαρρήξεις θα διαρρήξετε θα διαρρηχθείς θα διαρρηχθείτε
θα διαρρήξει θα διαρρήξουν(ε) θα διαρρηχθεί θα διαρρηχθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω διαρρήξει θα έχουμε διαρρήξει θα έχω διαρρηχθεί θα έχουμε διαρρηχθεί
θα έχεις διαρρήξει θα έχετε διαρρήξει θα έχεις διαρρηχθεί θα έχετε διαρρηχθεί
θα έχει διαρρήξει θα έχουν διαρρήξει θα έχει διαρρηχθεί θα έχουν διαρρηχθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να διαρρηγνύω να διαρρηγνύουμε, να διαρρηγνύομε να διαρρηγνύομαι να διαρρηγνυόμαστε
να διαρρηγνύεις να διαρρηγνύετε να διαρρηγνύεσαι να διαρρηγνύεστε, να διαρρηγνυόσαστε
να διαρρηγνύει να διαρρηγνύουν(ε) να διαρρηγνύεται να διαρρηγνύονται
Aorist να διαρρήξω να διαρρήξουμε, να διαρρήξομε να διαρρηχθώ να διαρρηχθούμε
να διαρρήξεις να διαρρήξετε να διαρρηχθείς να διαρρηχθείτε
να διαρρήξει να διαρρήξουν(ε) να διαρρηχθεί να διαρρηχθούν(ε)
Perf να έχω διαρρήξει να έχουμε διαρρήξει να έχω διαρρηχθεί να έχουμε διαρρηχθεί
να έχεις διαρρήξει να έχετε διαρρήξει να έχεις διαρρηχθεί να έχετε διαρρηχθεί
να έχει διαρρήξει να έχουν διαρρήξει να έχει διαρρηχθεί να έχουν διαρρηχθεί
Imper
ative
Pres διαρρήκνυε διαρρηγνύετε διαρρηγνύεστε
Aorist διάρρηξε διαρρήξετε, διαρρήξτε διαρρήξου διαρρηχθείτε
Part
iciple
Pres διαρρηγνύοντας διαρρηγνυόμενος
Perf έχοντας διαρρήξει διαρρηγμένος, -η, -ο διαρρηγμένοι, -ες, -α
Infin Aorist διαρρήξει διαρρηχθεί