ΔΙΑΡΡΗΓΝΥΩ I tear |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
διαρρηγνύω | διαρρηγνύουμε, διαρρηγνύομε | διαρρηγνύομαι | διαρρηγνυόμαστε |
διαρρηγνύεις | διαρρηγνύετε | διαρρηγνύεσαι | διαρρηγνύεστε, διαρρηγνυόσαστε | ||
διαρρηγνύει | διαρρηγνύουν(ε) | διαρρηγνύεται | διαρρηγνύονται | ||
Imper fect |
διαρρήγνυα | διαρρηγνύαμε | διαρρηγνυόμουν(α) | διαρρηγνυόμαστε, διαρρηγνυόμασταν | |
διαρρήγνυες | διαρρηγνύατε | διαρρηγνυόσουν(α) | διαρρηγνυόσαστε, διαρρηγνυόσασταν | ||
διαρρήγνυε | διαρρήγνυαν, διαρρηγνύαν(ε) | διαρρηγνυόταν(ε) | διαρρηγνύονταν, διαρρηγνυόντανε, διαρρηγνυόντουσαν | ||
Aorist | διέρρηξα, διάρρηξα | διαρρήξαμε | διαρρήχθηκα, διαρρήχτηκα | διαρρηχθήκαμε, διαρρηχτήκαμε | |
διέρρηξες, διάρρηξες | διαρρήξατε | διαρρήχθηκες, διαρρήχτηκες | διαρρηχθήκατε, διαρρηχτήκατε | ||
διέρρηξε, διάρρηξε | διέρρηξαν, διάρρηξαν, διαρρήξαν(ε) | διαρρήχθηκε, διαρρήχτηκε | διαρρήχθηκαν, διαρρηχθήκαν(ε) διαρρήχτηκαν, διαρρηχτήκαν(ε) |
||
Per fect |
|||||
Plu per fect |
|||||
Fut ure Cont inuous |
θα διαρρηγνύω | θα διαρρηγνύουμε, |
θα διαρρηγνύομαι | θα διαρρηγνυόμαστε | |
θα διαρρηγνύεις | θα διαρρηγνύετε | θα διαρρηγνύεσαι | θα διαρρηγνύεστε, |
||
θα διαρρηγνύει | θα διαρρηγνύουν(ε) | θα διαρρηγνύεται | θα διαρρηγνύονται | ||
Simp Fut |
θα διαρρήξω | θα διαρρήξουμε, |
θα διαρρηχθώ | θα διαρρηχθούμε | |
θα διαρρήξεις | θα διαρρήξετε | θα διαρρηχθείς | θα διαρρηχθείτε | ||
θα διαρρήξει | θα διαρρήξουν(ε) | θα διαρρηχθεί | θα διαρρηχθούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να διαρρηγνύω | να διαρρηγνύουμε, |
να διαρρηγνύομαι | να διαρρηγνυόμαστε |
να διαρρηγνύεις | να διαρρηγνύετε | να διαρρηγνύεσαι | να διαρρηγνύεστε, |
||
να διαρρηγνύει | να διαρρηγνύουν(ε) | να διαρρηγνύεται | να διαρρηγνύονται | ||
Aorist | να διαρρήξω | να διαρρήξουμε, |
να διαρρηχθώ | να διαρρηχθούμε | |
να διαρρήξεις | να διαρρήξετε | να διαρρηχθείς | να διαρρηχθείτε | ||
να διαρρήξει | να διαρρήξουν(ε) | να διαρρηχθεί | να διαρρηχθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ative |
Pres | διαρρήκνυε | διαρρηγνύετε | διαρρηγνύεστε | |
Aorist | διάρρηξε | διαρρήξετε, διαρρήξτε | διαρρήξου | διαρρηχθείτε | |
Part iciple |
Pres | διαρρηγνύοντας | διαρρηγνυόμενος | ||
Perf | έχοντας διαρρήξει | διαρρηγμένος, -η, -ο | διαρρηγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | διαρρήξει | διαρρηχθεί |