ΑΝΑΜΕΙΓΝΥΩ I mix (up) |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
αναμειγνύω | αναμειγνύουμε, αναμειγνύομε | αναμειγνύομαι | αναμειγνυόμαστε |
αναμειγνύεις | αναμειγνύετε | αναμειγνύεσαι | αναμειγνύεστε, αναμειγνυόσαστε | ||
αναμειγνύει | αναμειγνύουν(ε) | αναμειγνύεται | αναμειγνύονται | ||
Imper fect |
αναδείκνυα | αναμειγνύαμε | αναμειγνυόμουν(α) | αναμειγνυόμαστε, αναμειγνυόμασταν | |
αναδείκνυες | αναμειγνύατε | αναμειγνυόσουν(α) | αναμειγνυόσαστε, αναμειγνυόσασταν | ||
αναδείκνυε | αναδείκνυαν, αναμειγνύαν(ε) | αναμειγνυόταν(ε) | αναμειγνύονταν, αναμειγνυόντανε, αναμειγνυόντουσαν | ||
Aorist | ανέμειξα, ανάμειξα | αναμείξαμε | αναμείχθηκα, αναμείχτηκα | αναμειχθήκαμε, αναμειχτήκαμε | |
ανέμειξες, ανάμειξες | αναμείξατε | αναμείχθηκες, αναμείχτηκες | αναμειχθήκατε, αναμειχτήκατε | ||
ανέμειξε, ανάμειξε | ανέμειξαν, ανάμειξαν, αναμείξαν(ε) | αναμείχθηκε, αναμείχτηκε | αναμείχθηκαν, αναμειχθήκαν(ε) αναμείχτηκαν, αναμειχτήκαν(ε) |
||
Per fect |
|||||
Plu per fect |
|||||
Fut ure Cont inuous |
θα αναμειγνύω | θα αναμειγνύουμε, |
θα αναμειγνύομαι | θα αναμειγνυόμαστε | |
θα αναμειγνύεις | θα αναμειγνύετε | θα αναμειγνύεσαι | θα αναμειγνύεστε, |
||
θα αναμειγνύει | θα αναμειγνύουν(ε) | θα αναμειγνύεται | θα αναμειγνύονται | ||
Simp Fut |
θα αναμείξω | θα αναμείξουμε, |
θα αναμειχθώ | θα αναμειχθούμε | |
θα αναμείξεις | θα αναμείξετε | θα αναμειχθείς | θα αναμειχθείτε | ||
θα αναμείξει | θα αναμείξουν(ε) | θα αναμειχθεί | θα αναμειχθούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να αναμειγνύω | να αναμειγνύουμε, |
να αναμειγνύομαι | να αναμειγνυόμαστε |
να αναμειγνύεις | να αναμειγνύετε | να αναμειγνύεσαι | να αναμειγνύεστε, |
||
να αναμειγνύει | να αναμειγνύουν(ε) | να αναμειγνύεται | να αναμειγνύονται | ||
Aorist | να αναμείξω | να αναμείξουμε, |
να αναμειχθώ | να αναμειχθούμε | |
να αναμείξεις | να αναμείξετε | να αναμειχθείς | να αναμειχθείτε | ||
να αναμείξει | να αναμείξουν(ε) | να αναμειχθεί | να αναμειχθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ative |
Pres | αναδείκνυε | αναμειγνύετε | αναμειγνύεστε | |
Aorist | ανάμειξε | αναμείξετε, αναμείξτε | αναμείξου | αναμειχθείτε | |
Part iciple |
Pres | αναμειγνύοντας | αναμειγνυόμενος | ||
Perf | έχοντας αναμείξει | ανα(με)μειγμένος, -η, -ο | ανα(με)μειγμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | αναμείξει | αναμειχθεί |