ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΩ I protest |
Active |
Passive |
Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
διαμαρτυρώ |
διαμαρτυρούμε |
διαμαρτυρούμαι |
διαμαρτυρούμαστε |
διαμαρτυρείς |
διαμαρτυρείτε |
διαμαρτυρείσαι |
διαμαρτυρείστε |
διαμαρτυρεί |
διαμαρτυρούν(ε) |
διαμαρτυρείται |
διαμαρτυρούνται |
Imper fect |
διαμαρτυρούσα |
διαμαρτυρούσαμε |
διαμαρτυρούμουν |
διαμαρτυρούμαστε |
διαμαρτυρούσες |
διαμαρτυρούσατε |
|
|
διαμαρτυρούσε |
διαμαρτυρούσαν(ε) |
διαμαρτυρούνταν, διαμαρτυρείτο |
διαμαρτυρούνταν, διαμαρτυρούντο |
Aorist |
διαμαρτύρησα |
διαμαρτυρήσαμε |
διαμαρτυρήθηκα |
διαμαρτυρηθήκαμε |
διαμαρτύρησες |
διαμαρτυρήσατε |
διαμαρτυρήθηκες |
διαμαρτυρηθήκατε |
διαμαρτύρησε |
διαμαρτύρησαν, διαμαρτυρήσαν(ε) |
διαμαρτυρήθηκε |
διαμαρτυρήθηκαν, διαμαρτυρηθήκαν(ε) |
Perf ect |
έχω διαμαρτυρήσει
έχω διαμαρτυρημένο |
έχουμε διαμαρτυρήσει
έχουμε διαμαρτυρημένο |
έχω διαμαρτυρηθεί
είμαι διαμαρτυρημένος, -η |
έχουμε διαμαρτυρηθεί
είμαστε διαμαρτυρημένοι, -ες |
έχεις διαμαρτυρήσει
έχεις διαμαρτυρημένο |
έχετε διαμαρτυρήσει
έχετε διαμαρτυρημένο |
έχεις διαμαρτυρηθεί
είσαι διαμαρτυρημένος, -η |
έχετε διαμαρτυρηθεί
είστε διαμαρτυρημένοι, -ες |
έχει διαμαρτυρήσει
έχει διαμαρτυρημένο |
έχουν διαμαρτυρήσει
έχουν διαμαρτυρημένο |
έχει διαμαρτυρηθεί
είναι διαμαρτυρημένος, -η, -ο |
έχουν διαμαρτυρηθεί
είναι διαμαρτυρημένοι, -ές, -α |
Plu perf ect |
είχα διαμαρτυρήσει
είχα διαμαρτυρημένο |
είχαμε διαμαρτυρήσει
είχαμε διαμαρτυρημένο |
είχα διαμαρτυρηθεί
ήμουν διαμαρτυρημένος, -η |
είχαμε διαμαρτυρηθεί
ήμαστε διαμαρτυρημένοι, -ες |
είχες διαμαρτυρήσει
είχες διαμαρτυρημένο |
είχατε διαμαρτυρήσει
είχατε διαμαρτυρημένο |
είχες διαμαρτυρηθεί
ήσουν διαμαρτυρημένος, -η |
είχατε διαμαρτυρηθεί
ήσαστε διαμαρτυρημένοι, -ες |
είχε διαμαρτυρήσει
είχε διαμαρτυρημένο |
είχαν διαμαρτυρήσει
είχαν διαμαρτυρημένο |
είχε διαμαρτυρηθεί
ήταν διαμαρτυρημένος, -η, -ο |
είχαν διαμαρτυρηθεί
ήταν διαμαρτυρημένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα διαμαρτυρώ |
θα διαμαρτυρούμε |
θα διαμαρτυρούμαι |
θα διαμαρτυρούμαστε |
θα διαμαρτυρείς |
θα διαμαρτυρείτε |
θα διαμαρτυρείσαι |
θα διαμαρτυρείστε |
θα διαμαρτυρεί |
θα διαμαρτυρούν(ε) |
θα διαμαρτυρείται |
θα διαμαρτυρούνται |
Simp Fut |
θα διαμαρτυρήσω |
θα διαμαρτυρήσουμε |
θα διαμαρτυρηθώ |
θα διαμαρτυρηθούμε |
θα διαμαρτυρήσεις |
θα διαμαρτυρήσετε |
θα διαμαρτυρηθείς |
θα διαμαρτυρηθείτε |
θα διαμαρτυρήσει |
θα διαμαρτυρήσουν(ε) |
θα διαμαρτυρηθεί |
θα διαμαρτυρηθούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω διαμαρτυρήσει
θα έχω διαμαρτυρημένο |
θα έχουμε διαμαρτυρήσει
θα έχουμε διαμαρτυρημένο |
θα έχω διαμαρτυρηθεί
θα είμαι διαμαρτυρημένος, -η |
θα έχουμε διαμαρτυρηθεί
θα είμαστε διαμαρτυρημένοι, -ες |
θα έχεις διαμαρτυρήσει
θα έχεις διαμαρτυρημένο |
θα έχετε διαμαρτυρήσει
θα έχετε διαμαρτυρημένο |
θα έχεις διαμαρτυρηθεί
θα είσαι διαμαρτυρημένος, -η |
θα έχετε διαμαρτυρηθεί
θα είστε διαμαρτυρημένοι, -η |
θα έχει διαμαρτυρήσει
θα έχει διαμαρτυρημένο |
θα έχουν διαμαρτυρήσει
θα έχουν διαμαρτυρημένο |
θα έχει διαμαρτυρηθεί
θα είναι διαμαρτυρημένος, -η, -ο |
θα έχουν διαμαρτυρηθεί
θα είναι διαμαρτυρημένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να διαμαρτυρώ |
να διαμαρτυρούμε |
να διαμαρτυρούμαι |
να διαμαρτυρούμαστε |
να διαμαρτυρείς |
να διαμαρτυρείτε |
να διαμαρτυρείσαι |
να διαμαρτυρείστε |
να διαμαρτυρεί |
να διαμαρτυρούν(ε) |
να διαμαρτυρείται |
να διαμαρτυρούνται |
Aorist |
να διαμαρτυρήσω |
να διαμαρτυρήσουμε, να διαμαρτυρήσομε |
να διαμαρτυρηθώ |
να διαμαρτυρηθούμε |
να διαμαρτυρήσεις |
να διαμαρτυρήσετε |
να διαμαρτυρηθείς |
να διαμαρτυρηθείτε |
να διαμαρτυρήσει |
να διαμαρτυρήσουν(ε) |
να διαμαρτυρηθεί |
να διαμαρτυρηθούν(ε) |
Perf |
να έχω διαμαρτυρήσει
να έχω διαμαρτυρημένο |
να έχουμε διαμαρτυρήσει
να έχουμε διαμαρτυρημένο |
να έχω διαμαρτυρηθεί
να είμαι διαμαρτυρημένος, -η |
να έχουμε διαμαρτυρηθεί
να είμαστε διαμαρτυρημένοι, -ες |
να έχεις διαμαρτυρήσει
να έχεις διαμαρτυρημένο |
να έχετε διαμαρτυρήσει
να έχετε διαμαρτυρημένο |
να έχεις διαμαρτυρηθεί
να είσαι διαμαρτυρημένος, -η |
να έχετε διαμαρτυρηθεί
να είστε διαμαρτυρημένοι, -ες |
να έχει διαμαρτυρήσει
να έχει διαμαρτυρημένο |
να έχουν διαμαρτυρήσει
να έχουν διαμαρτυρημένο |
να έχει διαμαρτυρηθεί
να είναι διαμαρτυρημένος, -η, -ο |
να έχουν διαμαρτυρηθεί
να είναι διαμαρτυρημένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
|
διαμαρτυρείτε |
|
διαμαρτυρείστε |
Aorist |
διαμαρτύρησε |
διαμαρτυρήστε, διαμαρτυρήσετε |
διαμαρτυρήσου |
διαμαρτυρηθείτε |
Part iciple |
Pres |
διαμαρτυρώντας |
|
Perf |
έχοντας διαμαρτυρήσει, έχοντας διαμαρτυρημένο |
διαμαρτυρημένος, -η, -ο |
διαμαρτυρημένοι, -ες, -α |
Infin |
Aorist |
διαμαρτυρήσει |
διαμαρτυρηθεί |