[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΒΥΘΙΖΩ
I sink
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
βυθίζω βυθίζουμε, βυθίζομε βυθίζομαι βυθιζόμαστε
βυθίζεις βυθίζετε βυθίζεσαι βυθίζεστε, βυθιζόσαστε
βυθίζει βυθίζουν(ε) βυθίζεται βυθίζονται
Imper
fect
βύθιζα βυθίζαμε βυθιζόμουν(α) βυθιζόμαστε, βυθιζόμασταν
βύθιζες βυθίζατε βυθιζόσουν(α) βυθιζόσαστε, βυθιζόσασταν
βύθιζε βύθιζαν, βυθίζαν(ε) βυθιζόταν(ε) βυθίζονταν, βυθιζόντανε, βυθιζόντουσαν
Aorist βύθισα βυθίσαμε βυθίστηκα βυθιστήκαμε
βύθισες βυθίσατε βυθίστηκες βυθιστήκατε
βύθισε βύθισαν, βυθίσαν(ε) βυθίστηκε βυθίστηκαν, βυθιστήκαν(ε)
Per
fect
έχω βυθίσει
έχω βυθισμένο
έχουμε βυθίσει
έχουμε βυθισμένο
έχω βυθιστεί
είμαι βυθισμένος, -η
έχουμε βυθιστεί
είμαστε βυθισμένοι, -ες
έχεις βυθίσει
έχεις βυθισμένο
έχετε βυθίσει
έχετε βυθισμένο
έχεις βυθιστεί
είσαι βυθισμένος, -η
έχετε βυθιστεί
είστε βυθισμένοι, -ες
έχει βυθίσει
έχει βυθισμένο
έχουν βυθίσει
έχουν βυθισμένο
έχει βυθιστεί
είναι βυθισμένος, -η, -ο
έχουν βυθιστεί
είναι βυθισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα βυθίσει
είχα βυθισμένο
είχαμε βυθίσει
είχαμε βυθισμένο
είχα βυθιστεί
ήμουν βυθισμένος, -η
είχαμε βυθιστεί
ήμαστε βυθισμένοι, -ες
είχες βυθίσει
είχες βυθισμένο
είχατε βυθίσει
είχατε βυθισμένο
είχες βυθιστεί
ήσουν βυθισμένος, -η
είχατε βυθιστεί
ήσαστε βυθισμένοι, -ες
είχε βυθίσει
είχε βυθισμένο
είχαν βυθίσει
είχαν βυθισμένο
είχε βυθιστεί
ήταν βυθισμένος, -η, -ο
είχαν βυθιστεί
ήταν βυθισμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα βυθίζω θα βυθίζουμε, θα βυθίζομε θα βυθίζομαι θα βυθιζόμαστε
θα βυθίζεις θα βυθίζετε θα βυθίζεσαι θα βυθίζεστε, θα βυθιζόσαστε
θα βυθίζει θα βυθίζουν(ε) θα βυθίζεται θα βυθίζονται
Simp
Fut
θα βυθίσω θα βυθίσουμε, θα βυθίζομε θα βυθιστώ θα βυθιστούμε
θα βυθίσεις θα βυθίσετε θα βυθιστείς θα βυθιστείτε
θα βυθίσει θα βυθίσουν(ε) θα βυθιστεί θα βυθιστούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω βυθίσει
θα έχω βυθισμένο
θα έχουμε βυθίσει
θα έχουμε βυθισμένο
θα έχω βυθιστεί
θα είμαι βυθισμένος, -η
θα έχουμε βυθιστεί
θα είμαστε βυθισμένοι, -ες
θα έχεις βυθίσει
θα έχεις βυθισμένο
θα έχετε βυθίσει
θα έχετε βυθισμένο
θα έχεις βυθιστεί
θα είσαι βυθισμένος, -η
θα έχετε βυθιστεί
θα είστε βυθισμένοι, -ες
θα έχει βυθίσει
θα έχει βυθισμένο
θα έχουν βυθίσει
θα έχουν βυθισμένο
θα έχει βυθιστεί
θα είναι βυθισμένος, -η, -ο
θα έχουν βυθιστεί
θα είναι βυθισμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να βυθίζω να βυθίζουμε, να βυθίζομε να βυθίζομαι να βυθιζόμαστε
να βυθίζεις να βυθίζετε να βυθίζεσαι να βυθίζεστε, να βυθιζόσαστε
να βυθίζει να βυθίζουν(ε) να βυθίζεται να βυθίζονται
Aorist να βυθίσω να βυθίσουμε, να βυθίσομε να βυθιστώ να βυθιστούμε
να βυθίσεις να βυθίσετε να βυθιστείς να βυθιστείτε
να βυθίσει να βυθίσουν(ε) να βυθιστεί να βυθιστούν(ε)
Perf να έχω βυθίσει
να έχω βυθισμένο
να έχουμε βυθίσει
να έχουμε βυθισμένο
να έχω βυθιστεί
να είμαι βυθισμένος, -η
να έχουμε βυθιστεί
να είμαστε βυθισμένοι, -ες
να έχεις βυθίσει
να έχεις βυθισμένο
να έχετε βυθίσει
να έχετε βυθισμένο
να έχεις βυθιστεί
να είσαι βυθισμένος, -η
να έχετε βυθιστεί
να είστε βυθισμένοι, -ες
να έχει βυθίσει
να έχει βυθισμένο
να έχουν βυθίσει
να έχουν βυθισμένο
να έχει βυθιστεί
να είναι βυθισμένος, -η, -ο
να έχουν βυθιστεί
να είναι βυθισμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres βύθιζε βυθίζετε βυθίζεστε
Aorist βύθισε βυθίστε βυθίσου βυθιστείτε
Part
iciple
Pres βυθίζοντας βυθιζόμενος
Perf έχοντας βυθίσει, έχοντας βυθισμένο βυθισμένος, -η, -ο βυθισμένοι, -ες, -α
Infin Aorist βυθίσει βυθιστεί