ΒΥΘΙΖΩ I sink |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
βυθίζω | βυθίζουμε, βυθίζομε | βυθίζομαι | βυθιζόμαστε |
βυθίζεις | βυθίζετε | βυθίζεσαι | βυθίζεστε, βυθιζόσαστε | ||
βυθίζει | βυθίζουν(ε) | βυθίζεται | βυθίζονται | ||
Imper fect |
βύθιζα | βυθίζαμε | βυθιζόμουν(α) | βυθιζόμαστε, βυθιζόμασταν | |
βύθιζες | βυθίζατε | βυθιζόσουν(α) | βυθιζόσαστε, βυθιζόσασταν | ||
βύθιζε | βύθιζαν, βυθίζαν(ε) | βυθιζόταν(ε) | βυθίζονταν, βυθιζόντανε, βυθιζόντουσαν | ||
Aorist | βύθισα | βυθίσαμε | βυθίστηκα | βυθιστήκαμε | |
βύθισες | βυθίσατε | βυθίστηκες | βυθιστήκατε | ||
βύθισε | βύθισαν, βυθίσαν(ε) | βυθίστηκε | βυθίστηκαν, βυθιστήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω βυθίσει έχω βυθισμένο |
έχουμε βυθίσει έχουμε βυθισμένο |
έχω βυθιστεί είμαι βυθισμένος, -η |
έχουμε βυθιστεί είμαστε βυθισμένοι, -ες |
|
έχεις βυθίσει έχεις βυθισμένο |
έχετε βυθίσει έχετε βυθισμένο |
έχεις βυθιστεί είσαι βυθισμένος, -η |
έχετε βυθιστεί είστε βυθισμένοι, -ες |
||
έχει βυθίσει έχει βυθισμένο |
έχουν βυθίσει έχουν βυθισμένο |
έχει βυθιστεί είναι βυθισμένος, -η, -ο |
έχουν βυθιστεί είναι βυθισμένοι, -ες, -α |
||
Plu per fect |
είχα βυθίσει είχα βυθισμένο |
είχαμε βυθίσει είχαμε βυθισμένο |
είχα βυθιστεί ήμουν βυθισμένος, -η |
είχαμε βυθιστεί ήμαστε βυθισμένοι, -ες |
|
είχες βυθίσει είχες βυθισμένο |
είχατε βυθίσει είχατε βυθισμένο |
είχες βυθιστεί ήσουν βυθισμένος, -η |
είχατε βυθιστεί ήσαστε βυθισμένοι, -ες |
||
είχε βυθίσει είχε βυθισμένο |
είχαν βυθίσει είχαν βυθισμένο |
είχε βυθιστεί ήταν βυθισμένος, -η, -ο |
είχαν βυθιστεί ήταν βυθισμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα βυθίζω | θα βυθίζουμε, |
θα βυθίζομαι | θα βυθιζόμαστε | |
θα βυθίζεις | θα βυθίζετε | θα βυθίζεσαι | θα βυθίζεστε, |
||
θα βυθίζει | θα βυθίζουν(ε) | θα βυθίζεται | θα βυθίζονται | ||
Simp Fut |
θα βυθίσω | θα βυθίσουμε, |
θα βυθιστώ | θα βυθιστούμε | |
θα βυθίσεις | θα βυθίσετε | θα βυθιστείς | θα βυθιστείτε | ||
θα βυθίσει | θα βυθίσουν(ε) | θα βυθιστεί | θα βυθιστούν(ε) | ||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να βυθίζω | να βυθίζουμε, |
να βυθίζομαι | να βυθιζόμαστε |
να βυθίζεις | να βυθίζετε | να βυθίζεσαι | να βυθίζεστε, |
||
να βυθίζει | να βυθίζουν(ε) | να βυθίζεται | να βυθίζονται | ||
Aorist | να βυθίσω | να βυθίσουμε, |
να βυθιστώ | να βυθιστούμε | |
να βυθίσεις | να βυθίσετε | να βυθιστείς | να βυθιστείτε | ||
να βυθίσει | να βυθίσουν(ε) | να βυθιστεί | να βυθιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω βυθίσει |
να έχουμε βυθίσει |
να έχω βυθιστεί |
να έχουμε βυθιστεί |
|
να έχεις βυθίσει |
να έχετε βυθίσει |
να έχεις βυθιστεί |
να έχετε βυθιστεί |
||
να έχει βυθίσει |
να έχουν βυθίσει |
να έχει βυθιστεί |
να έχουν βυθιστεί |
||
Imper ative |
Pres | βύθιζε | βυθίζετε | βυθίζεστε | |
Aorist | βύθισε | βυθίστε | βυθίσου | βυθιστείτε | |
Part iciple |
Pres | βυθίζοντας | βυθιζόμενος | ||
Perf | έχοντας βυθίσει, έχοντας βυθισμένο | βυθισμένος, -η, -ο | βυθισμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | βυθίσει | βυθιστεί |