| ΒΟΜΒΑΡΔΙΖΩ I bomb |
Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E |
Pres ent |
βομβαρδίζω | βομβαρδίζουμε, βομβαρδίζομε | βομβαρδίζομαι | βομβαρδιζόμαστε |
| βομβαρδίζεις | βομβαρδίζετε | βομβαρδίζεσαι | βομβαρδίζεστε, βομβαρδιζόσαστε | ||
| βομβαρδίζει | βομβαρδίζουν(ε) | βομβαρδίζεται | βομβαρδίζονται | ||
| Imper fect |
βομβάρδιζα | βομβαρδίζαμε | βομβαρδιζόμουν(α) | βομβαρδιζόμαστε, βομβαρδιζόμασταν | |
| βομβάρδιζες | βομβαρδίζατε | βομβαρδιζόσουν(α) | βομβαρδιζόσαστε, βομβαρδιζόσασταν | ||
| βομβάρδιζε | βομβάρδιζαν, βομβαρδίζαν(ε) | βομβαρδιζόταν(ε) | βομβαρδίζονταν, βομβαρδιζόντανε, βομβαρδιζόντουσαν | ||
| Aorist | βομβάρδισα | βομβαρδίσαμε | βομβαρδίστηκα | βομβαρδιστήκαμε | |
| βομβάρδισες | βομβαρδίσατε | βομβαρδίστηκες | βομβαρδιστήκατε | ||
| βομβάρδισε | βομβάρδισαν, βομβαρδίσαν(ε) | βομβαρδίστηκε | βομβαρδίστηκαν, βομβαρδιστήκαν(ε) | ||
| Per fect |
έχω βομβαρδίσει έχω βομβαρδισμένο |
έχουμε βομβαρδίσει έχουμε βομβαρδισμένο |
έχω βομβαρδιστεί είμαι βομβαρδισμένος, -η |
έχουμε βομβαρδιστεί είμαστε βομβαρδισμένοι, -ες |
|
| έχεις βομβαρδίσει έχεις βομβαρδισμένο |
έχετε βομβαρδίσει έχετε βομβαρδισμένο |
έχεις βομβαρδιστεί είσαι βομβαρδισμένος, -η |
έχετε βομβαρδιστεί είστε βομβαρδισμένοι, -ες |
||
| έχει βομβαρδίσει έχει βομβαρδισμένο |
έχουν βομβαρδίσει έχουν βομβαρδισμένο |
έχει βομβαρδιστεί είναι βομβαρδισμένος, -η, -ο |
έχουν βομβαρδιστεί είναι βομβαρδισμένοι, -ες, -α |
||
| Plu per fect |
είχα βομβαρδίσει είχα βομβαρδισμένο |
είχαμε βομβαρδίσει είχαμε βομβαρδισμένο |
είχα βομβαρδιστεί ήμουν βομβαρδισμένος, -η |
είχαμε βομβαρδιστεί ήμαστε βομβαρδισμένοι, -ες |
|
| είχες βομβαρδίσει είχες βομβαρδισμένο |
είχατε βομβαρδίσει είχατε βομβαρδισμένο |
είχες βομβαρδιστεί ήσουν βομβαρδισμένος, -η |
είχατε βομβαρδιστεί ήσαστε βομβαρδισμένοι, -ες |
||
| είχε βομβαρδίσει είχε βομβαρδισμένο |
είχαν βομβαρδίσει είχαν βομβαρδισμένο |
είχε βομβαρδιστεί ήταν βομβαρδισμένος, -η, -ο |
είχαν βομβαρδιστεί ήταν βομβαρδισμένοι, -ες, -α |
||
| Fut ure Cont inuous |
θα βομβαρδίζω | θα βομβαρδίζουμε, |
θα βομβαρδίζομαι | θα βομβαρδιζόμαστε | |
| θα βομβαρδίζεις | θα βομβαρδίζετε | θα βομβαρδίζεσαι | θα βομβαρδίζεστε, |
||
| θα βομβαρδίζει | θα βομβαρδίζουν(ε) | θα βομβαρδίζεται | θα βομβαρδίζονται | ||
| Simp Fut |
θα βομβαρδίσω | θα βομβαρδίσουμε, |
θα βομβαρδιστώ | θα βομβαρδιστούμε | |
| θα βομβαρδίσεις | θα βομβαρδίσετε | θα βομβαρδιστείς | θα βομβαρδιστείτε | ||
| θα βομβαρδίσει | θα βομβαρδίσουν(ε) | θα βομβαρδιστεί | θα βομβαρδιστούν(ε) | ||
| Fut Perf |
|||||
| S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να βομβαρδίζω | να βομβαρδίζουμε, |
να βομβαρδίζομαι | να βομβαρδιζόμαστε |
| να βομβαρδίζεις | να βομβαρδίζετε | να βομβαρδίζεσαι | να βομβαρδίζεστε, |
||
| να βομβαρδίζει | να βομβαρδίζουν(ε) | να βομβαρδίζεται | να βομβαρδίζονται | ||
| Aorist | να βομβαρδίσω | να βομβαρδίσουμε, |
να βομβαρδιστώ | να βομβαρδιστούμε | |
| να βομβαρδίσεις | να βομβαρδίσετε | να βομβαρδιστείς | να βομβαρδιστείτε | ||
| να βομβαρδίσει | να βομβαρδίσουν(ε) | να βομβαρδιστεί | να βομβαρδιστούν(ε) | ||
| Perf | να έχω βομβαρδίσει |
να έχουμε βομβαρδίσει |
να έχω βομβαρδιστεί |
να έχουμε βομβαρδιστεί |
|
| να έχεις βομβαρδίσει |
να έχετε βομβαρδίσει |
να έχεις βομβαρδιστεί |
να έχετε βομβαρδιστεί |
||
| να έχει βομβαρδίσει |
να έχουν βομβαρδίσει |
να έχει βομβαρδιστεί |
να έχουν βομβαρδιστεί |
||
| Imper ative |
Pres | βομβάρδιζε | βομβαρδίζετε | βομβαρδίζεστε | |
| Aorist | βομβάρδισε | βομβαρδίστε | βομβαρδίσου | βομβαρδιστείτε | |
| Part iciple |
Pres | βομβαρδίζοντας | βομβαρδιζόμενος | ||
| Perf | έχοντας βομβαρδίσει, έχοντας βομβαρδισμένο | βομβαρδισμένος, -η, -ο | βομβαρδισμένοι, -ες, -α | ||
| Infin | Aorist | βομβαρδίσει | βομβαρδιστεί | ||