ΒΥΖΑΙΝΩ I suckle |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
βυζαίνω |
βυζαίνουμε, βυζαίνομε |
βυζαίνομαι |
βυζαινόμαστε |
| βυζαίνεις |
βυζαίνετε |
βυζαίνεσαι |
βυζαίνεστε, βυζαινόσαστε |
| βυζαίνει |
βυζαίνουν(ε) |
βυζαίνεται |
βυζαίνονται |
Imper fect |
βύζαινα |
βυζαίναμε |
βυζαινόμουν(α) |
βυζαινόμαστε, βυζαινόμασταν |
| βύζαινες |
βυζαίνατε |
βυζαινόσουν(α) |
βυζαινόσαστε, βυζαινόσασταν |
| βύζαινε |
βύζαιναν, βυζαίναν(ε) |
βυζαινόταν(ε) |
βυζαίνονταν, βυζαινόντανε, βυζαινόντουσαν |
| Aorist |
βύζαξα |
βυζάξαμε |
βυζάχτηκα |
βυζαχτήκαμε |
| βύζαξες |
βυζάξατε |
βυζάχτηκες |
βυζαχτήκατε |
| βύζαξε |
βύζαξαν, βυζάξαν(ε) |
βυζάχτηκε |
βυζάχτηκαν, βυζαχτήκαν(ε) |
Per fect |
έχω βυζάξει
έχω βυζαγμένο |
έχουμε βυζάξει
έχουμε βυζαγμένο |
έχω βυζαχτεί
είμαι βυζαγμένος, -η |
έχουμε βυζαχτεί
είμαστε βυζαγμένοι, -ες |
έχεις βυζάξει
έχεις βυζαγμένο |
έχετε βυζάξει
έχετε βυζαγμένο |
έχεις βυζαχτεί
είσαι βυζαγμένος, -η |
έχετε βυζαχτεί
είστε βυζαγμένοι, -ες |
έχει βυζάξει
έχει βυζαγμένο |
έχουν βυζάξει
έχουν βυζαγμένο |
έχει βυζαχτεί
είναι βυζαγμένος, -η, -ο |
έχουν βυζαχτεί
είναι βυζαγμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα βυζάξει
είχα βυζαγμένο |
είχαμε βυζάξει
είχαμε βυζαγμένο |
είχα βυζαχτεί
ήμουν βυζαγμένος, -η |
είχαμε βυζαχτεί
ήμαστε βυζαγμένοι, -ες |
είχες βυζάξει
είχες βυζαγμένο |
είχατε βυζάξει
είχατε βυζαγμένο |
είχες βυζαχτεί
ήσουν βυζαγμένος, -η |
είχατε βυζαχτεί
ήσαστε βυζαγμένοι, -ες |
είχε βυζάξει
είχε βυζαγμένο |
είχαν βυζάξει
είχαν βυζαγμένο |
είχε βυζαχτεί
ήταν βυζαγμένος, -η, -ο |
είχαν βυζαχτεί
ήταν βυζαγμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα βυζαίνω |
θα βυζαίνουμε, θα βυζαίνομε |
θα βυζαίνομαι |
θα βυζαινόμαστε |
| θα βυζαίνεις |
θα βυζαίνετε |
θα βυζαίνεσαι |
θα βυζαίνεστε, θα βυζαινόσαστε |
| θα βυζαίνει |
θα βυζαίνουν(ε) |
θα βυζαίνεται |
θα βυζαίνονται |
Simp Fut |
θα βυζάξω |
θα βυζάξουμε, θα βυζάξομε |
θα βυζαχτώ |
θα βυζαχτούμε |
| θα βυζάξεις |
θα βυζάξετε |
θα βυζαχτείς |
θα βυζαχτείτε |
| θα βυζάξει |
θα βυζάξουν(ε) |
θα βυζαχτεί |
θα βυζαχτούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω βυζάξει
θα έχω βυζαγμένο |
θα έχουμε βυζάξει
θα έχουμε βυζαγμένο |
θα έχω βυζαχτεί
θα είμαι βυζαγμένος, -η |
θα έχουμε βυζαχτεί
θα είμαστε βυζαγμένοι, -ες |
θα έχεις βυζάξει
θα έχεις βυζαγμένο |
θα έχετε βυζάξει
θα έχετε βυζαγμένο |
θα έχεις βυζαχτεί
θα είσαι βυζαγμένος, -η |
θα έχετε βυζαχτεί
θα είστε βυζαγμένοι, -ες |
θα έχει βυζάξει
θα έχει βυζαγμένο |
θα έχουν βυζάξει
θα έχουν βυζαγμένο |
θα έχει βυζαχτεί
θα είναι βυζαγμένος, -η, -ο |
θα έχουν βυζαχτεί
θα είναι βυζαγμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να βυζαίνω |
να βυζαίνουμε, να βυζαίνομε |
να βυζαίνομαι |
να βυζαινόμαστε |
| να βυζαίνεις |
να βυζαίνετε |
να βυζαίνεσαι |
να βυζαίνεστε, να βυζαινόσαστε |
| να βυζαίνει |
να βυζαίνουν(ε) |
να βυζαίνεται |
να βυζαίνονται |
| Aorist |
να βυζάξω |
να βυζάξουμε, να βυζάξομε |
να βυζαχτώ |
να βυζαχτούμε |
| να βυζάξεις |
να βυζάξετε |
να βυζαχτείς |
να βυζαχτείτε |
| να βυζάξει |
να βυζάξουν(ε) |
να βυζαχτεί |
να βυζαχτούν(ε) |
| Perf |
να έχω βυζάξει
να έχω βυζαγμένο |
να έχουμε βυζάξει
να έχουμε βυζαγμένο |
να έχω βυζαχτεί
να είμαι βυζαγμένος, -η |
να έχουμε βυζαχτεί
να είμαστε βυζαγμένοι, -ες |
να έχεις βυζάξει
να έχεις βυζαγμένο |
να έχετε βυζάξει
να έχετε βυζαγμένο |
να έχεις βυζαχτεί
να είσαι βυζαγμένος, -η |
να έχετε βυζαχτεί
να είστε βυζαγμένοι, -ες |
να έχει βυζάξει
να έχει βυζαγμένο |
να έχουν βυζάξει
να έχουν βυζαγμένο |
να έχει βυζαχτεί
να είναι βυζαγμένος, -η, -ο |
να έχουν βυζαχτεί
να είναι βυζαγμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
βυζαίνε |
βυζαίνετε |
|
βυζαίνεστε |
| Aorist |
βύζαξε |
βυζάξτε/βυζάχτε |
βυζάξσου |
βυζαχτείτε |
Part iciple |
Pres |
βυζαίνοντας |
|
|
| Perf |
έχοντας βυζάξει, έχοντας βυζαγμένο |
βυζαγμένος, -η, -ο |
βυζαγμένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
βυζάξει |
βυζαχτεί |