ΥΠΟΓΡΑΦΩ I sign |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
υπογράφω | υπογράφουμε, υπογράφομε | υπογράφομαι | υπογραφόμαστε |
υπογράφεις | υπογράφετε | υπογράφεσαι | υπογράφεστε, υπογραφόσαστε | ||
υπογράφει | υπογράφουν(ε) | υπογράφεται | υπογράφονται | ||
Imper fect |
υπέγραφα, υπόγραφα | υπογράφαμε | υπογραφόμουν(α) | υπογραφόμαστε, υπογραφόμασταν | |
υπέγραφες, υπόγραφες | υπογράφατε | υπογραφόσουν(α) | υπογραφόσαστε, υπογραφόσασταν | ||
υπέγραφε, υπόγραφε | υπέγραφαν, υπόγραφαν, υπογράφαν(ε) | υπογραφόταν(ε) | υπογράφονταν, υπογραφόντανε, υπογραφόντουσαν | ||
Aorist | υπέγραψα, υπόγραψα | υπογράψαμε | υπογράφτηκα, υπογράφηκα | υπογραφτήκαμε, υπογραφήκαμε | |
υπέγραψες, υπόγραψες | υπογράψατε | υπογράφτηκες, υπογράφηκες | υπογραφτήκατε, υπογραφήκατε | ||
υπέγραψε, υπόγραψε | υπέγραψαν, υπόγραψαν, υπογράψαν(ε) | υπογράφτηκε, υπογράφηκε | υπογράφτηκαν, υπογραφτήκαν(ε), υπογράφηκαν, υπογραφήκαν(ε) | ||
Per fect |
είμαι υπογεγραμμένος, -η |
είμαστε υπογεγραμμένοι, -ες |
|||
έχεις υπογεγραμμένο |
έχετε υπογεγραμμένος, -η |
είσαι υπογεγραμμένος, -η |
είστε υπογεγραμμένοι, -ες |
||
έχει υπογεγραμμένο |
έχουν υπογεγραμμένο |
είναι υπογεγραμμένος, -η, -ο |
είναι υπογεγραμμένοι, -ες, -α |
||
Plu per fect |
είχα υπογεγραμμένο |
είχαμε υπογεγραμμένο |
ήμουν υπογεγραμμένος, -η |
ήμαστε υπογεγραμμένοι, -ες |
|
είχες υπογεγραμμένο |
είχατε υπογεγραμμένο |
ήσουν υπογεγραμμένος, -η |
ήσαστε υπογεγραμμένοι, -ες |
||
είχε υπογεγραμμένο |
είχαν υπογεγραμμένο |
ήταν υπογεγραμμένος, -η, -ο |
ήταν υπογεγραμμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα υπογράφω | θα υπογράφουμε, |
θα υπογράφομαι | θα υπογραφόμαστε | |
θα υπογράφεις | θα υπογράφετε | θα υπογράφεσαι | θα υπογράφεστε, |
||
θα υπογράφει | θα υπογράφουν(ε) | θα υπογράφεται | θα υπογράφονται | ||
Simp Fut |
θα υπογράψω | θα υπογράψουμε, |
θα υπογραφτώ, |
θα υπογραφτούμε, |
|
θα υπογράψεις | θα υπογράψετε | θα υπογραφτείς, |
θα υπογραφτείτε, |
||
θα υπογράψει | θα υπογράψουν(ε) | θα υπογραφτεί, |
θα υπογραφτούν(ε), |
||
Fut Perf |
|||||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να υπογράφω | να υπογράφουμε, |
να υπογράφομαι | να υπογραφόμαστε |
να υπογράφεις | να υπογράφετε | να υπογράφεσαι | να υπογράφεστε, |
||
να υπογράφει | να υπογράφουν(ε) | να υπογράφεται | να υπογράφονται | ||
Aorist | να υπογράψω | να υπογράψουμε, |
να υπογραφτώ, |
να υπογραφτούμε, |
|
να υπογράψεις | να υπογράψετε | να υπογραφτείς, |
να υπογραφτείτε, |
||
να υπογράψει | να υπογράψουν(ε) | να υπογραφτεί, |
να υπογραφτούν(ε), |
||
Perf | |||||
Imper ative |
Pres | υπέγραφε | υπογράφετε | υπογράφεστε | |
Aorist | υπέγραψε | υπογράψτε, υπογράφτε | υπογράψου | υπογραφτείτε, υπογραφείτε | |
Part iciple |
Pres | υπογράφοντας | υπογραφόμενος | ||
Perf | έχοντας υπογράψει, έχοντας υπογραμμένο | υπογραμμένος, -η, -ο | υπογραμμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | υπογράψει | υπογραφτεί, υπογραφεί |