ΥΠΕΡΒΑΛΛΩ I exaggerate |
Active | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
υπερβάλλω | υπερβάλλουμε, υπερβάλλομε |
υπερβάλλεις | υπερβάλλετε | ||
υπερβάλλει | υπερβάλλουν(ε) | ||
Imper fect |
υπερέβαλλα | υπερβάλλαμε | |
υπερέβαλλες | υπερβάλλατε | ||
υπερέβαλλε | υπερέβαλλαν, υπερβάλλαν(ε) | ||
Aorist | υπερέβαλα | υπερβάλαμε | |
υπερέβαλες | υπερβάλατε | ||
υπερέβαλε | υπερέβαλαν, υπερβάλαν(ε) | ||
Per fect |
έχω υπερβάλει | έχουμε υπερβάλει | |
έχεις υπερβάλει | έχετε υπερβάλει | ||
έχει υπερβάλει | έχουν υπερβάλει | ||
Plu per fect |
είχα υπερβάλει | είχαμε υπερβάλει | |
είχες υπερβάλει | είχατε υπερβάλει | ||
είχε υπερβάλει | είχαν υπερβάλει | ||
Fut ure Cont inuous |
θα υπερβάλλω | θα υπερβάλλουμε, θα υπερβάλλομε | |
θα υπερβάλλεις | θα υπερβάλλετε | ||
θα υπερβάλλει | θα υπερβάλλουν(ε) | ||
Simp Fut |
θα υπερβάλω | θα υπερβάλουμε, θα υπερβάλομε | |
θα υπερβάλεις | θα υπερβάλετε | ||
θα υπερβάλει | θα υπερβάλουν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω υπερβάλει | θα έχουμε υπερβάλει | |
θα έχεις υπερβάλει | θα έχετε υπερβάλει | ||
θα έχει υπερβάλει | θα έχουν υπερβάλει | ||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να υπερβάλλω | να υπερβάλλουμε, να υπερβάλλομε |
να υπερβάλλεις | να υπερβάλλετε | ||
να υπερβάλλει | να υπερβάλλουνε | ||
Aorist | να υπερβάλω | να υπερβάλουμε | |
να υπερβάλεις | να υπερβάλετε | ||
να υπερβάλει | να υπερβάλουν(ε) | ||
Perf | να έχω υπερβάλει | να έχουμε υπερβάλει | |
να έχεις υπερβάλει | να έχετε υπερβάλει | ||
να έχει υπερβάλει | να έχουν υπερβάλει | ||
Imper ative |
Pres | υπέρβαλλε | υπερβάλλετε |
Aorist | υπέρβαλε | υπερβάλετε | |
Part iciple |
Pres | υπερβάλλοντας | |
Perf | έχοντας υπερβάλει | ||
Infin | Aorist | υπερβάλει |