ΘΙΓΩ I touch |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
θίγω |
θίγουμε, θίγομε |
θίγομαι |
θιγόμαστε |
| θίγεις |
θίγετε |
θίγεσαι |
θίγεστε, θιγόσαστε |
| θίγει |
θίγουν(ε) |
θίγεται |
θίγονται |
Imper fect |
έθιγα |
θίγαμε |
θιγόμουν(α) |
θιγόμαστε, θιγόμασταν |
| έθιγες |
θίγατε |
θιγόσουν(α) |
θιγόσαστε, θιγόσασταν |
| έθιγε |
έθιγαν, θίγαν(ε) |
θιγόταν(ε) |
θίγονταν, θιγόντανε, θιγόντουσαν |
| Aorist |
έθιξα |
θίξαμε |
θίχτηκα |
θιχτήκαμε |
| έθιξες |
θίξατε |
θίχτηκες |
θιχτήκατε |
| έθιξε |
έθιξαν, θίξαν(ε) |
θίχτηκε |
θίχτηκαν, θιχτήκαν(ε) |
Per fect |
έχω θίξει
έχω θιγμένο |
έχουμε θίξει
έχουμε θιγμένο |
έχω θιχτεί
είμαι θιγμένος, -η |
έχουμε θιχτεί
είμαστε θιγμένοι, -ες |
έχεις θίξει
έχεις θιγμένο |
έχετε θίξει
έχετε θιγμένο |
έχεις θιχτεί
είσαι θιγμένος, -η |
έχετε θιχτεί
είστε θιγμένοι, -ες |
έχει θίξει
έχει θιγμένο |
έχουν θίξει
έχουν θιγμένο |
έχει θιχτεί
είναι θιγμένος, -η, -ο |
έχουν θιχτεί
είναι θιγμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα θίξει
είχα θιγμένο |
είχαμε θίξει
είχαμε θιγμένο |
είχα θιχτεί
ήμουν θιγμένος, -η |
είχαμε θιχτεί
ήμαστε θιγμένοι, -ες |
είχες θίξει
είχες θιγμένο |
είχατε θίξει
είχατε θιγμένο |
είχες θιχτεί
ήσουν θιγμένος, -η |
είχατε θιχτεί
ήσαστε θιγμένοι, -ες |
είχε θίξει
είχε θιγμένο |
είχαν θίξει
είχαν θιγμένο |
είχε θιχτεί
ήταν θιγμένος, -η, -ο |
είχαν θιχτεί
ήταν θιγμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα θίγω |
θα θίγουμε, θα θίγομε |
θα θίγομαι |
θα θιγόμαστε |
| θα θίγεις |
θα θίγετε |
θα θίγεσαι |
θα θίγεστε, θα θιγόσαστε |
| θα θίγει |
θα θίγουν(ε) |
θα θίγεται |
θα θίγονται |
Simp Fut |
θα θίξω |
θα θίξουμε, θα θίξομε |
θα θιχτώ |
θα θιχτούμε |
| θα θίξεις |
θα θίξετε |
θα θιχτείς |
θα θιχτείτε |
| θα θίξει |
θα θίξουν(ε) |
θα θιχτεί |
θα θιχτούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω θίξει
θα έχω θιγμένο |
θα έχουμε θίξει
θα έχουμε θιγμένο |
θα έχω θιχτεί
θα είμαι θιγμένος, -η |
θα έχουμε θιχτεί
θα είμαστε θιγμένοι, -ες |
θα έχεις θίξει
θα έχεις θιγμένο |
θα έχετε θίξει
θα έχετε θιγμένο |
θα έχεις θιχτεί
θα είσαι θιγμένος, -η |
θα έχετε θιχτεί
θα είστε θιγμένοι, -ες |
θα έχει θίξει
θα έχει θιγμένο |
θα έχουν θίξει
θα έχουν θιγμένο |
θα έχει θιχτεί
θα είναι θιγμένος, -η, -ο |
θα έχουν θιχτεί
θα είναι θιγμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να θίγω |
να θίγουμε, να θίγομε |
να θίγομαι |
να θιγόμαστε |
| να θίγεις |
να θίγετε |
να θίγεσαι |
να θίγεστε, να θιγόσαστε |
| να θίγει |
να θίγουν(ε) |
να θίγεται |
να θίγονται |
| Aorist |
να θίξω |
να θίξουμε, να θίξομε |
να θιχτώ |
να θιχτούμε |
| να θίξεις |
να θίξετε |
να θιχτείς |
να θιχτείτε |
| να θίξει |
να θίξουν(ε) |
να θιχτεί |
να θιχτούν(ε) |
| Perf |
να έχω θίξει
να έχω θιγμένο |
να έχουμε θίξει
να έχουμε θιγμένο |
να έχω θιχτεί
να είμαι θιγμένος, -η |
να έχουμε θιχτεί
να είμαστε θιγμένοι, -ες |
να έχεις θίξει
να έχεις θιγμένο |
να έχετε θίξει
να έχετε θιγμένο |
να έχεις θιχτεί
να είσαι θιγμένος, -η |
να έχετε θιχτεί
να είστε θιγμένοι, -ες |
να έχει θίξει
να έχει θιγμένο |
να έχουν θίξει
να έχουν θιγμένο |
να έχει θιχτεί
να είναι θιγμένος, -η, -ο |
να έχουν θιχτεί
να είναι θιγμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
θίγε |
θίγετε |
|
θίγεστε |
| Aorist |
θίξε |
θίξτε, θίχτε |
θίξου |
θιχτείτε |
Part iciple |
Pres |
θίγοντας |
|
| Perf |
έχοντας θίξει, έχοντας θιγμένο |
θιγμένος, -η, -ο |
θιγμένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
θίξει |
θιχτεί |