ΜΑΓΕΙΡΕΥΩ I cook |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
μαγειρεύω |
μαγειρεύουμε, μαγειρεύομε |
μαγειρεύομαι |
μαγειρευόμαστε |
| μαγειρεύεις |
μαγειρεύετε |
μαγειρεύεσαι |
μαγειρεύεστε, μαγειρευόσαστε |
| μαγειρεύει |
μαγειρεύουν(ε) |
μαγειρεύεται |
μαγειρεύονται |
Imper fect |
μαγείρευα |
μαγειρεύαμε |
μαγειρευόμουν(α) |
μαγειρευόμαστε, μαγειρευόμασταν |
| μαγείρευες |
μαγειρεύατε |
μαγειρευόσουν(α) |
μαγειρευόσαστε, μαγειρευόσασταν |
| μαγείρευε |
μαγείρευαν, μαγειρεύαν(ε) |
μαγειρευόταν(ε) |
μαγειρεύονταν, μαγειρευόντανε, μαγειρευόντουσαν |
| Aorist |
μαγείρεψα |
μαγειρέψαμε |
μαγειρεύτηκα |
μαγειρευτήκαμε |
| μαγείρεψες |
μαγειρέψατε |
μαγειρεύτηκες |
μαγειρευτήκατε |
| μαγείρεψε |
μαγείρεψαν, μαγειρέψαν(ε) |
μαγειρεύτηκε |
μαγειρεύτηκαν, μαγειρευτήκαν(ε) |
Per fect |
έχω μαγειρέψει
έχω μαγειρεμένο |
έχουμε μαγειρέψει
έχουμε μαγειρεμένο |
έχω μαγειρευτεί
είμαι μαγειρεμένος, -η |
έχουμε μαγειρευτεί
είμαστε μαγειρεμένοι, -ες |
έχεις μαγειρέψει
έχεις μαγειρεμένο |
έχετε μαγειρέψει
έχετε μαγειρεμένο |
έχεις μαγειρευτεί
είσαι μαγειρεμένος, -η |
έχετε μαγειρευτεί
είστε μαγειρεμένοι, -ες |
έχει μαγειρέψει
έχει μαγειρεμένο |
έχουν μαγειρέψει
έχουν μαγειρεμένο |
έχει μαγειρευτεί
είναι μαγειρεμένος, -η, -ο |
έχουν μαγειρευτεί
είναι μαγειρεμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα μαγειρέψει
είχα μαγειρεμένο |
είχαμε μαγειρέψει
είχαμε μαγειρεμένο |
είχα μαγειρευτεί
ήμουν μαγειρεμένος, -η |
είχαμε μαγειρευτεί
ήμαστε μαγειρεμένοι, -ες |
είχες μαγειρέψει
είχες μαγειρεμένο |
είχατε μαγειρέψει
είχατε μαγειρεμένο |
είχες μαγειρευτεί
ήσουν μαγειρεμένος, -η |
είχατε μαγειρευτεί
ήσαστε μαγειρεμένοι, -ες |
είχε μαγειρέψει
είχε μαγειρεμένο |
είχαν μαγειρέψει
είχαν μαγειρεμένο |
είχε μαγειρευτεί
ήταν μαγειρεμένος, -η, -ο |
είχαν μαγειρευτεί
ήταν μαγειρεμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα μαγειρεύω |
θα μαγειρεύουμε, θα μαγειρεύομε |
θα μαγειρεύομαι |
θα μαγειρευόμαστε |
| θα μαγειρεύεις |
θα μαγειρεύετε |
θα μαγειρεύεσαι |
θα μαγειρεύεστε, θα μαγειρευόσαστε |
| θα μαγειρεύει |
θα μαγειρεύουν(ε) |
θα μαγειρεύεται |
θα μαγειρεύονται |
Simp Fut |
θα μαγειρέψω |
θα μαγειρέψουμε, θα μαγειρέψομε |
θα μαγειρευτώ |
θα μαγειρευτούμε |
| θα μαγειρέψεις |
θα μαγειρέψετε |
θα μαγειρευτείς |
θα μαγειρευτείτε |
| θα μαγειρέψει |
θα μαγειρέψουν(ε) |
θα μαγειρευτεί |
θα μαγειρευτούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω μαγειρέψει
θα έχω μαγειρεμένο |
θα έχουμε μαγειρέψει
θα έχουμε μαγειρεμένο |
θα έχω μαγειρευτεί
θα είμαι μαγειρεμένος, -η |
θα έχουμε μαγειρευτεί
θα είμαστε μαγειρεμένοι, -ες |
θα έχεις μαγειρέψει
θα έχεις μαγειρεμένο |
θα έχετε μαγειρέψει
θα έχετε μαγειρεμένο |
θα έχεις μαγειρευτεί
θα είσαι μαγειρεμένος, -η |
θα έχετε μαγειρευτεί
θα είστε μαγειρεμένοι, -ες |
θα έχει μαγειρέψει
θα έχει μαγειρεμένο |
θα έχουν μαγειρέψει
θα έχουν μαγειρεμένο |
θα έχει μαγειρευτεί
θα είναι μαγειρεμένος, -η, -ο |
θα έχουν μαγειρευτεί
θα είναι μαγειρεμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να μαγειρεύω |
να μαγειρεύουμε, να μαγειρεύομε |
να μαγειρεύομαι |
να μαγειρευόμαστε |
| να μαγειρεύεις |
να μαγειρεύετε |
να μαγειρεύεσαι |
να μαγειρεύεστε, να μαγειρευόσαστε |
| να μαγειρεύει |
να μαγειρεύουν(ε) |
να μαγειρεύεται |
να μαγειρεύονται |
| Aorist |
να μαγειρέψω |
να μαγειρέψουμε, να μαγειρέψομε |
να μαγειρευτώ |
να μαγειρευτούμε |
| να μαγειρέψεις |
να μαγειρέψετε |
να μαγειρευτείς |
να μαγειρευτείτε |
| να μαγειρέψει |
να μαγειρέψουν(ε) |
να μαγειρευτεί |
να μαγειρευτούν(ε) |
| Perf |
να έχω μαγειρέψει
να έχω μαγειρεμένο |
να έχουμε μαγειρέψει
να έχουμε μαγειρεμένο |
να έχω μαγειρευτεί
να είμαι μαγειρεμένος, -η |
να έχουμε μαγειρευτεί
να είμαστε μαγειρεμένοι, -ες |
να έχεις μαγειρέψει
να έχεις μαγειρεμένο |
να έχετε μαγειρέψει
να έχετε μαγειρεμένο |
να έχεις μαγειρευτεί
να είσαι μαγειρεμένος, -η |
να έχετε μαγειρευτεί
να είστε μαγειρεμένοι, -ες |
να έχει μαγειρέψει
να έχει μαγειρεμένο |
να έχουν μαγειρέψει
να έχουν μαγειρεμένο |
να έχει μαγειρευτεί
να είναι μαγειρεμένος, -η, -ο |
να έχουν μαγειρευτεί
να είναι μαγειρεμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
μαγείρευε |
μαγειρεύετε |
|
μαγειρεύεστε |
| Aorist |
μαγείρεψε |
μαγειρέψτε, μαγειρεύτε |
μαγειρέψου |
μαγειρευτείτε |
Part iciple |
Pres |
μαγειρεύοντας |
|
|
| Perf |
έχοντας μαγειρέψει, έχοντας μαγειρεμένο |
μαγειρεμένος, -η, -ο |
μαγειρεμένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
μαγειρέψει |
μαγειρευτεί |