ΛΑΤΡΕΥΩ I adore |
Active |
Passive |
| Singular |
Plural |
Singular |
Plural |
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
λατρεύω |
λατρεύουμε, λατρεύομε |
λατρεύομαι |
λατρευόμαστε |
| λατρεύεις |
λατρεύετε |
λατρεύεσαι |
λατρεύεστε, λατρευόσαστε |
| λατρεύει |
λατρεύουν(ε) |
λατρεύεται |
λατρεύονται |
Imper fect |
λάτρευα |
λατρεύαμε |
λατρευόμουν(α) |
λατρευόμαστε, λατρευόμασταν |
| λάτρευες |
λατρεύατε |
λατρευόσουν(α) |
λατρευόσαστε, λατρευόσασταν |
| λάτρευε |
λάτρευαν, λατρεύαν(ε) |
λατρευόταν(ε) |
λατρεύονταν, λατρευόντανε, λατρευόντουσαν |
| Aorist |
λάτρεψα |
λατρέψαμε |
λατρεύτηκα |
λατρευτήκαμε |
| λάτρεψες |
λατρέψατε |
λατρεύτηκες |
λατρευτήκατε |
| λάτρεψε |
λάτρεψαν, λατρέψαν(ε) |
λατρεύτηκε |
λατρεύτηκαν, λατρευτήκαν(ε) |
Per fect |
έχω λατρέψει
έχω λατρεμένο |
έχουμε λατρέψει
έχουμε λατρεμένο |
έχω λατρευτεί
είμαι λατρεμένος, -η |
έχουμε λατρευτεί
είμαστε λατρεμένοι, -ες |
έχεις λατρέψει
έχεις λατρεμένο |
έχετε λατρέψει
έχετε λατρεμένο |
έχεις λατρευτεί
είσαι λατρεμένος, -η |
έχετε λατρευτεί
είστε λατρεμένοι, -ες |
έχει λατρέψει
έχει λατρεμένο |
έχουν λατρέψει
έχουν λατρεμένο |
έχει λατρευτεί
είναι λατρεμένος, -η, -ο |
έχουν λατρευτεί
είναι λατρεμένοι, -ες, -α |
Plu per fect |
είχα λατρέψει
είχα λατρεμένο |
είχαμε λατρέψει
είχαμε λατρεμένο |
είχα λατρευτεί
ήμουν λατρεμένος, -η |
είχαμε λατρευτεί
ήμαστε λατρεμένοι, -ες |
είχες λατρέψει
είχες λατρεμένο |
είχατε λατρέψει
είχατε λατρεμένο |
είχες λατρευτεί
ήσουν λατρεμένος, -η |
είχατε λατρευτεί
ήσαστε λατρεμένοι, -ες |
είχε λατρέψει
είχε λατρεμένο |
είχαν λατρέψει
είχαν λατρεμένο |
είχε λατρευτεί
ήταν λατρεμένος, -η, -ο |
είχαν λατρευτεί
ήταν λατρεμένοι, -ες, -α |
Fut ure Cont inuous |
θα λατρεύω |
θα λατρεύουμε, θα λατρεύομε |
θα λατρεύομαι |
θα λατρευόμαστε |
| θα λατρεύεις |
θα λατρεύετε |
θα λατρεύεσαι |
θα λατρεύεστε, θα λατρευόσαστε |
| θα λατρεύει |
θα λατρεύουν(ε) |
θα λατρεύεται |
θα λατρεύονται |
Simp Fut |
θα λατρέψω |
θα λατρέψουμε, θα λατρέψομε |
θα λατρευτώ |
θα λατρευτούμε |
| θα λατρέψεις |
θα λατρέψετε |
θα λατρευτείς |
θα λατρευτείτε |
| θα λατρέψει |
θα λατρέψουν(ε) |
θα λατρευτεί |
θα λατρευτούν(ε) |
Fut Perf |
θα έχω λατρέψει
θα έχω λατρεμένο |
θα έχουμε λατρέψει
θα έχουμε λατρεμένο |
θα έχω λατρευτεί
θα είμαι λατρεμένος, -η |
θα έχουμε λατρευτεί
θα είμαστε λατρεμένοι, -ες |
θα έχεις λατρέψει
θα έχεις λατρεμένο |
θα έχετε λατρέψει
θα έχετε λατρεμένο |
θα έχεις λατρευτεί
θα είσαι λατρεμένος, -η |
θα έχετε λατρευτεί
θα είστε λατρεμένοι, -ες |
θα έχει λατρέψει
θα έχει λατρεμένο |
θα έχουν λατρέψει
θα έχουν λατρεμένο |
θα έχει λατρευτεί
θα είναι λατρεμένος, -η, -ο |
θα έχουν λατρευτεί
θα είναι λατρεμένοι, -ες, -α |
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να λατρεύω |
να λατρεύουμε, να λατρεύομε |
να λατρεύομαι |
να λατρευόμαστε |
| να λατρεύεις |
να λατρεύετε |
να λατρεύεσαι |
να λατρεύεστε, να λατρευόσαστε |
| να λατρεύει |
να λατρεύουν(ε) |
να λατρεύεται |
να λατρεύονται |
| Aorist |
να λατρέψω |
να λατρέψουμε, να λατρέψομε |
να λατρευτώ |
να λατρευτούμε |
| να λατρέψεις |
να λατρέψετε |
να λατρευτείς |
να λατρευτείτε |
| να λατρέψει |
να λατρέψουν(ε) |
να λατρευτεί |
να λατρευτούν(ε) |
| Perf |
να έχω λατρέψει
να έχω λατρεμένο |
να έχουμε λατρέψει
να έχουμε λατρεμένο |
να έχω λατρευτεί
να είμαι λατρεμένος, -η |
να έχουμε λατρευτεί
να είμαστε λατρεμένοι, -ες |
να έχεις λατρέψει
να έχεις λατρεμένο |
να έχετε λατρέψει
να έχετε λατρεμένο |
να έχεις λατρευτεί
να είσαι λατρεμένος, -η |
να έχετε λατρευτεί
να είστε λατρεμένοι, -ες |
να έχει λατρέψει
να έχει λατρεμένο |
να έχουν λατρέψει
να έχουν λατρεμένο |
να έχει λατρευτεί
να είναι λατρεμένος, -η, -ο |
να έχουν λατρευτεί
να είναι λατρεμένοι, -ες, -α |
Imper ative |
Pres |
λάτρευε |
λατρεύετε |
|
λατρεύεστε |
| Aorist |
λάτρεψε |
λατρέψτε, λατρεύτε |
λατρέψου |
λατρευτείτε |
Part iciple |
Pres |
λατρεύοντας |
|
| Perf |
έχοντας λατρέψει, έχοντας λατρεμένο |
λατρεμένος, -η, -ο |
λατρεμένοι, -ες, -α |
| Infin |
Aorist |
λατρέψει |
λατρευτεί |