[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΕΜΠΙΣΤΕΥΟΜΑΙ
I trust
Active
Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
εμπιστεύομαι εμπιστευόμαστε
εμπιστεύεσαι εμπιστεύεστε, εμπιστευόσαστε
εμπιστεύεται εμπιστεύονται
Imper
fect
εμπιστευόμουν(α) εμπιστευόμαστε
εμπιστευόσουν(α) εμπιστευόσαστε
εμπιστευόταν(ε) εμπιστεύονταν
Aorist εμπιστεύτηκα, εμπιστεύθηκα εμπιστευτήκαμε, εμπιστευθήκαμε
εμπιστεύτηκες, εμπιστεύθηκες εμπιστευτήκατε, εμπιστευθήκατε
εμπιστεύτηκε, εμπιστεύθηκε εμπιστεύτηκαν, εμπιστευθήκαν(ε)
Per
fect
έχω εμπιστευτεί/εμπιστευθεί έχουμε εμπιστευτεί/εμπιστευθεί
έχεις εμπιστευτεί/εμπιστευθεί έχετε εμπιστευτεί/εμπιστευθεί
έχει εμπιστευτεί/εμπιστευθεί έχουν εμπιστευτεί/εμπιστευθεί
Plu
per
fect
είχα εμπιστευτεί/εμπιστευθεί είχαμε εμπιστευτεί/εμπιστευθεί
είχες εμπιστευτεί/εμπιστευθεί είχατε εμπιστευτεί/εμπιστευθεί
είχε εμπιστευτεί/εμπιστευθεί είχαν εμπιστευτεί/εμπιστευθεί
Fut
ure
Cont
inuous
θα εμπιστεύομαι θα εμπιστευόμαστε
θα εμπιστεύεσαι θα εμπιστεύεστε, θα εμπιστευόσαστε
θα εμπιστεύεται θα εμπιστεύονται
Simp
Fut
θα εμπιστευτώ, θα εμπιστευθώ θα εμπιστευτούμε, θα εμπιστευθούμε
θα εμπιστευτείς, θα εμπιστευθείς θα εμπιστευτείτε, θα εμπιστευθείτε
θα εμπιστευτεί, θα εμπιστευθεί θα εμπιστευτούν(ε), θα εμπιστευθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω εμπιστευτεί/εμπιστευθεί θα έχουμε εμπιστευτεί/εμπιστευθεί
θα έχεις εμπιστευτεί/εμπιστευθεί θα έχετε εμπιστευτεί/εμπιστευθεί
θα έχει εμπιστευτεί/εμπιστευθεί θα έχουν εμπιστευτεί/εμπιστευθεί
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να εμπιστεύομαι να εμπιστευόμαστε
να εμπιστεύεσαι να εμπιστεύεστε, να εμπιστευόσαστε
να εμπιστεύεται να εμπιστεύονται
Aorist να εμπιστευτώ, να εμπιστευθώ να εμπιστευτούμε, να εμπιστευθούμε
να εμπιστευτείς, να εμπιστευθείς να εμπιστευτείτε, να εμπιστευθείτε
να εμπιστευτεί, να εμπιστευθεί να εμπιστευτούν(ε), να εμπιστευθούν(ε)
Perf να έχω εμπιστευτεί/εμπιστευθεί να έχουμε εμπιστευτεί/εμπιστευθεί
να έχεις εμπιστευτεί/εμπιστευθεί να έχετε εμπιστευτεί/εμπιστευθεί
να έχει εμπιστευτεί/εμπιστευθεί να έχουν εμπιστευτεί/εμπιστευθεί
Imper
ative
Pres εμπιστεύεστε
Aorist εμπιστεύσου, εμπιστέψου εμπιστευτείτε, εμπιστευθείτε
Part
iciple
Pres
Perf
Infin Aorist εμπιστευτεί, εμπιστευθεί