[Prev Next] Index Home Type [Model Prev Next] [Model Prev Next]
ΕΡΜΗΝΕΥΩ
I interpret
Active Passive
Singular Plural Singular Plural
I
N
D
I
C
A
T
I
V
E
Pres
ent
ερμηνεύω ερμηνεύουμε, ερμηνεύομε ερμηνεύομαι ερμηνευόμαστε
ερμηνεύεις ερμηνεύετε ερμηνεύεσαι ερμηνεύεστε, ερμηνευόσαστε
ερμηνεύει ερμηνεύουν(ε) ερμηνεύεται ερμηνεύονται
Imper
fect
ερμήνευα ερμηνεύαμε ερμηνευόμουν(α) ερμηνευόμαστε
ερμήνευες ερμηνεύατε ερμηνευόσουν(α) ερμηνευόσαστε
ερμήνευε ερμήνευαν, ερμηνεύαν(ε) ερμηνευόταν(ε) ερμηνεύονταν
Aorist ερμήνευσα ερμηνεύσαμε ερμηνεύτηκα, ερμηνεύθηκα ερμηνευτήκαμε, ερμηνευθήκαμε
ερμήνευσες ερμηνεύσατε ερμηνεύτηκες, ερμηνεύθηκες ερμηνευτήκατε, ερμηνευθήκατε
ερμήνευσε ερμήνευσαν, ερμηνεύσαν(ε) ερμηνεύτηκε, ερμηνεύθηκε ερμηνεύτηκαν, ερμηνευθήκαν(ε)
Per
fect
έχω ερμηνεύσει
έχω ερμηνευμένο
έχουμε ερμηνεύσει
έχουμε ερμηνευμένο
έχω ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είμαι ερμηνευμένος, -η
έχουμε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είμαστε ερμηνευμένοι, -ες
έχεις ερμηνεύσει
έχεις ερμηνευμένο
έχετε ερμηνεύσει
έχετε ερμηνευμένο
έχεις ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είσαι ερμηνευμένος, -η
έχετε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είστε ερμηνευμένοι, -ες
έχει ερμηνεύσει
έχει ερμηνευμένο
έχουν ερμηνεύσει
έχουν ερμηνευμένο
έχει ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είναι ερμηνευμένος, -η, -ο
έχουν ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
είναι ερμηνευμένοι, -ες, -α
Plu
per
fect
είχα ερμηνεύσει
είχα ερμηνευμένο
είχαμε ερμηνεύσει
είχαμε ερμηνευμένο
είχα ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήμουν ερμηνευμένος, -η
είχαμε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήμαστε ερμηνευμένοι, -ες
είχες ερμηνεύσει
είχες ερμηνευμένο
είχατε ερμηνεύσει
είχατε ερμηνευμένο
είχες ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήσουν ερμηνευμένος, -η
είχατε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήσαστε ερμηνευμένοι, -ες
είχε ερμηνεύσει
είχε ερμηνευμένο
είχαν ερμηνεύσει
είχαν ερμηνευμένο
είχε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήταν ερμηνευμένος, -η, -ο
είχαν ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
ήταν ερμηνευμένοι, -ες, -α
Fut
ure
Cont
inuous
θα ερμηνεύω θα ερμηνεύουμε, θα ερμηνεύομε θα ερμηνεύομαι θα ερμηνευόμαστε
θα ερμηνεύεις θα ερμηνεύετε θα ερμηνεύεσαι θα ερμηνεύεστε, θα ερμηνευόσαστε
θα ερμηνεύει θα ερμηνεύουν(ε) θα ερμηνεύεται θα ερμηνεύονται
Simp
Fut
θα ερμηνεύσω θα ερμηνεύσουμε, θα ερμηνεύσομε θα ερμηνευτώ, θα ερμηνευθώ θα ερμηνευτούμε, θα ερμηνευθούμε
θα ερμηνεύσεις θα ερμηνεύσετε θα ερμηνευτείς, θα ερμηνευθείς θα ερμηνευτείτε, θα ερμηνευθείτε
θα ερμηνεύσει θα ερμηνεύσουν(ε) θα ερμηνευτεί, θα ερμηνευθεί θα ερμηνευτούν(ε), θα ερμηνευθούν(ε)
Fut
Perf
θα έχω ερμηνεύσει
θα έχω ερμηνευμένο
θα έχουμε ερμηνεύσει
θα έχουμε ερμηνευμένο
θα έχω ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είμαι ερμηνευμένος, -η
θα έχουμε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είμαστε ερμηνευμένοι, -ες
θα έχεις ερμηνεύσει
θα έχεις ερμηνευμένο
θα έχετε ερμηνεύσει
θα έχετε ερμηνευμένο
θα έχεις ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είσαι ερμηνευμένος, -η
θα έχετε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είστε ερμηνευμένοι, -ες
θα έχει ερμηνεύσει
θα έχει ερμηνευμένο
θα έχουν ερμηνεύσει
θα έχουν ερμηνευμένο
θα έχει ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είναι ερμηνευμένος, -η, -ο
θα έχουν ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
θα είναι ερμηνευμένοι, -ες, -α
S
U
B
J
U
N
C
T
I
V
E
Pres
ent
να ερμηνεύω να ερμηνεύουμε, να ερμηνεύομε να ερμηνεύομαι να ερμηνευόμαστε
να ερμηνεύεις να ερμηνεύετε να ερμηνεύεσαι να ερμηνεύεστε, να ερμηνευόσαστε
να ερμηνεύει να ερμηνεύουν(ε) να ερμηνεύεται να ερμηνεύονται
Aorist να ερμηνεύσω να ερμηνεύσουμε, να ερμηνεύσομε να ερμηνευτώ, να ερμηνευθώ να ερμηνευτούμε, να ερμηνευθούμε
να ερμηνεύσεις να ερμηνεύσετε να ερμηνευτείς, να ερμηνευθείς να ερμηνευτείτε, να ερμηνευθείτε
να ερμηνεύσει να ερμηνεύσουν(ε) να ερμηνευτεί, να ερμηνευθεί να ερμηνευτούν(ε), να ερμηνευθούν(ε)
Perf να έχω ερμηνεύσει
να έχω ερμηνευμένο
να έχουμε ερμηνεύσει
να έχουμε ερμηνευμένο
να έχω ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είμαι ερμηνευμένος, -η
να έχουμε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είμαστε ερμηνευμένοι, -ες
να έχεις ερμηνεύσει
να έχεις ερμηνευμένο
να έχετε ερμηνεύσει
να έχετε ερμηνευμένο
να έχεις ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είσαι ερμηνευμένος, -η
να έχετε ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είστε ερμηνευμένοι, -ες
να έχει ερμηνεύσει
να έχει ερμηνευμένο
να έχουν ερμηνεύσει
να έχουν ερμηνευμένο
να έχει ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είναι ερμηνευμένος, -η, -ο
να έχουν ερμηνευτεί/ερμηνευθεί
να είναι ερμηνευμένοι, -ες, -α
Imper
ative
Pres ερμήνευε ερμηνεύετε ερμηνεύεστε
Aorist ερμήνευσε ερμηνεύστε, ερμηνεύσετε ερμηνεύσου ερμηνευτείτε, ερμηνευθείτε
Part
iciple
Pres ερμηνεύοντας ερμηνευόμενος
Perf έχοντας ερμηνεύσει, έχοντας ερμηνευμένο ερμηνευμένος, -η, -ο ερμηνευμένοι, -ες, -α
Infin Aorist ερμηνεύσει ερμηνευτεί, ερμηνευθεί