ΕΚΜΥΣΤΗΡΕΥΟΜΑΙ I confide |
Active | ||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
εκμυστηρεύομαι | εκμυστηρευόμαστε |
εκμυστηρεύεσαι | εκμυστηρεύεστε, εκμυστηρευόσαστε | ||
εκμυστηρεύεται | εκμυστηρεύονται | ||
Imper fect |
εκμυστηρευόμουν(α) | εκμυστηρευόμαστε | |
εκμυστηρευόσουν(α) | εκμυστηρευόσαστε | ||
εκμυστηρευόταν(ε) | εκμυστηρεύονταν | ||
Aorist | εκμυστηρεύτηκα, εκμυστηρεύθηκα | εκμυστηρευτήκαμε, εκμυστηρευθήκαμε | |
εκμυστηρεύτηκες, εκμυστηρεύθηκες | εκμυστηρευτήκατε, εκμυστηρευθήκατε | ||
εκμυστηρεύτηκε, εκμυστηρεύθηκε | εκμυστηρεύτηκαν, εκμυστηρευθήκαν(ε) | ||
Per fect |
έχω εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | έχουμε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | |
έχεις εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | έχετε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | ||
έχει εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | έχουν εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | ||
Plu per fect |
είχα εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | είχαμε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | |
είχες εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | είχατε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | ||
είχε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | είχαν εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | ||
Fut ure Cont inuous |
θα εκμυστηρεύομαι | θα εκμυστηρευόμαστε | |
θα εκμυστηρεύεσαι | θα εκμυστηρεύεστε, θα εκμυστηρευόσαστε | ||
θα εκμυστηρεύεται | θα εκμυστηρεύονται | ||
Simp Fut |
θα εκμυστηρευτώ, θα εκμυστηρευθώ | θα εκμυστηρευτούμε, θα εκμυστηρευθούμε | |
θα εκμυστηρευτείς, θα εκμυστηρευθείς | θα εκμυστηρευτείτε, θα εκμυστηρευθείτε | ||
θα εκμυστηρευτεί, θα εκμυστηρευθεί | θα εκμυστηρευτούν(ε), θα εκμυστηρευθούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | θα έχουμε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | |
θα έχεις εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | θα έχετε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | ||
θα έχει εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | θα έχουν εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | ||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να εκμυστηρεύομαι | να εκμυστηρευόμαστε |
να εκμυστηρεύεσαι | να εκμυστηρεύεστε, να εκμυστηρευόσαστε | ||
να εκμυστηρεύεται | να εκμυστηρεύονται | ||
Aorist | να εκμυστηρευτώ, να εκμυστηρευθώ | να εκμυστηρευτούμε, να εκμυστηρευθούμε | |
να εκμυστηρευτείς, να εκμυστηρευθείς | να εκμυστηρευτείτε, να εκμυστηρευθείτε | ||
να εκμυστηρευτεί, να εκμυστηρευθεί | να εκμυστηρευτούν(ε), να εκμυστηρευθούν(ε) | ||
Perf | να έχω εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | να έχουμε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | |
να έχεις εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | να έχετε εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | ||
να έχει εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | να έχουν εκμυστηρευτεί/εκμυστηρευθεί | ||
Imper ative |
Pres | εκμυστηρεύεστε | |
Aorist | εκμυστηρεύσου, εκμυστηρέψου | εκμυστηρευτείτε, εκμυστηρευθείτε | |
Part iciple |
Pres | ||
Perf | |||
Infin | Aorist | εκμυστηρευτεί, εκμυστηρευθεί |