| ΕΞΕΤΑΖΩ I examine |
Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E |
Pres ent |
εξετάζω | εξετάζουμε, εξετάζομε | εξετάζομαι | εξεταζόμαστε |
| εξετάζεις | εξετάζετε | εξετάζεσαι | εξετάζεστε, εξεταζόσαστε | ||
| εξετάζει | εξετάζουν(ε) | εξετάζεται | εξετάζονται | ||
| Imper fect |
εξέταζα | εξετάζαμε | εξεταζόμουν(α) | εξεταζόμαστε, εξεταζόμασταν | |
| εξέταζες | εξετάζατε | εξεταζόσουν(α) | εξεταζόσαστε, εξεταζόσασταν | ||
| εξέταζε | εξέταζαν, εξετάζαν(ε) | εξεταζόταν(ε) | εξετάζονταν, εξεταζόντανε, εξεταζόντουσαν | ||
| Aorist | εξέτασα | εξετάσαμε | εξετάστηκα | εξεταστήκαμε | |
| εξέτασες | εξετάσατε | εξετάστηκες | εξεταστήκατε | ||
| εξέτασε | εξέτασαν, εξετάσαν(ε) | εξετάστηκε | εξετάστηκαν, εξεταστήκανε | ||
| Per fect |
έχω εξετάσει έχω εξετασμένο |
έχουμε εξετάσει έχουμε εξετασμένο |
έχω εξεταστεί είμαι εξετασμένος, -η |
έχουμε εξεταστεί είμαστε εξετασμένοι, -ες |
|
| έχεις εξετάσει έχεις εξετασμένο |
έχετε εξετάσει έχετε εξετασμένο |
έχεις εξεταστεί είσαι εξετασμένος, -η |
έχετε εξεταστεί είστε εξετασμένοι, -ες |
||
| έχει εξετάσει έχει εξετασμένο |
έχουν εξετάσει έχουν εξετασμένο |
έχει εξεταστεί είναι εξετασμένος, -η, -ο |
έχουν εξεταστεί είναι εξετασμένοι, -ες, -α |
||
| Plu per fect |
είχα εξετάσει είχα εξετασμένο |
είχαμε εξετάσει είχαμε εξετασμένο |
είχα εξεταστεί ήμουν εξετασμένος, -η |
είχαμε εξεταστεί ήμαστε εξετασμένοι, -ες |
|
| είχες εξετάσει είχες εξετασμένο |
είχατε εξετάσει είχατε εξετασμένο |
είχες εξεταστεί ήσουν εξετασμένος, -η |
είχατε εξεταστεί ήσαστε εξετασμένοι, -ες |
||
| είχε εξετάσει είχε εξετασμένο |
είχαν εξετάσει είχαν εξετασμένο |
είχε εξεταστεί ήταν εξετασμένος, -η, -ο |
είχαν εξεταστεί ήταν εξετασμένοι, -ες, -α |
||
| Fut ure Cont inuous |
θα εξετάζω | θα εξετάζουμε, θα εξετάζομε | θα εξετάζομαι | θα εξεταζόμαστε | |
| θα εξετάζεις | θα εξετάζετε | θα εξετάζεσαι | θα εξετάζεστε, θα εξεταζόσαστε | ||
| θα εξετάζει | θα εξετάζουν(ε) | θα εξετάζεται | θα εξετάζονται | ||
| Simp Fut |
θα εξετάσω | θα εξετάσουμε, θα εξετάσομε | θα εξεταστώ | θα εξεταστούμε | |
| θα εξετάσεις | θα εξετάσετε | θα εξεταστείς | θα εξεταστείτε | ||
| θα εξετάσει | θα εξετάσουν(ε) | θα εξεταστεί | θα εξεταστούν(ε) | ||
| Fut Perf |
θα έχω εξετάσει θα έχω εξετασμένο |
θα έχουμε εξετάσει θα έχουμε εξετασμένο |
θα έχω εξεταστεί θα είμαι εξετασμένος, -η |
θα έχουμε εξεταστεί θα είμαστε εξετασμένοι, -ες |
|
| θα έχεις εξετάσει θα έχεις εξετασμένο |
θα έχετε εξετάσει θα έχετε εξετασμένο |
θα έχεις εξεταστεί θα είσαι εξετασμένος, -η |
θα έχετε εξεταστεί θα είστε εξετασμένοι, -ες |
||
| θα έχει εξετάσει θα έχει εξετασμένο |
θα έχουν εξετάσει θα έχουν εξετασμένο |
θα έχει εξεταστεί θα είναι εξετασμένος, -η, -ο |
θα έχουν εξεταστεί θα είναι εξετασμένοι, -ες, -α |
||
| S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να εξετάζω | να εξετάζουμε, να εξετάζομε | να εξετάζομαι | να εξεταζόμαστε |
| να εξετάζεις | να εξετάζετε | να εξετάζεσαι | να εξετάζεστε, |
||
| να εξετάζει | να εξετάζουν(ε) | να εξετάζεται | να εξετάζονται | ||
| Aorist | να εξετάσω | να εξετάσουμε, να εξετάσομε | να εξεταστώ | να εξεταστούμε | |
| να εξετάσεις | να εξετάσετε | να εξεταστείς | να εξεταστείτε | ||
| να εξετάσει | να εξετάσουν | να εξεταστεί | να εξεταστούν(ε) | ||
| Perf | να έχω εξετάσει να έχω εξετασμένο |
να έχουμε εξετασμένο |
να έχω εξεταστεί |
να έχουμε εξεταστεί |
|
να έχεις εξετασμένο |
να έχετε εξετάσει να έχετε εξετασμένο |
να έχεις εξεταστεί να είσαι εξετασμένος, -η |
να έχετε εξεταστεί να είστε εξετασμένοι, -ες |
||
| να έχει εξετάσει να έχει εξετασμένο |
να έχουν εξετάσει να έχουν εξετασμένο |
να έχει εξεταστεί |
να έχουν εξεταστεί |
||
| Imper ative |
Pres | εξέταζε | εξετάζετε | εξετάζεστε | |
| Aorist | εξέτασε | εξετάστε | εξετάσου | εξεταστείτε | |
| Part iciple |
Pres | εξετάζοντας | εξεταζόμενος | ||
| Perf | έχοντας εξετάσει, έχοντας εξετασμένο | εξετασμένος, -η, -ο | εξετασμένοι, -ες, -α | ||
| Infin | Aorist | εξετάσει | εξεταστεί | ||