ΕΠΗΡΕΑΖΩ I influence |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
επηρεάζω | επηρεάζουμε, επηρεάζομε | επηρεάζομαι | επηρεαζόμαστε |
επηρεάζεις | επηρεάζετε | επηρεάζεσαι | επηρεάζεστε, επηρεαζόσαστε | ||
επηρεάζει | επηρεάζουν(ε) | επηρεάζεται | επηρεάζονται | ||
Imper fect |
επηρέαζα | επηρεάζαμε | επηρεαζόμουν(α) | επηρεαζόμαστε, επηρεαζόμασταν | |
επηρέαζες | επηρεάζατε | επηρεαζόσουν(α) | επηρεαζόσαστε, επηρεαζόσασταν | ||
επηρέαζε | επηρέαζαν, επηρεάζαν(ε) | επηρεαζόταν(ε) | επηρεάζονταν, επηρεαζόντανε, επηρεαζόντουσαν | ||
Aorist | επηρέασα | επηρεάσαμε | επηρεάστηκα | επηρεαστήκαμε | |
επηρέασες | επηρεάσατε | επηρεάστηκες | επηρεαστήκατε | ||
επηρέασε | επηρέασαν, επηρεάσαν(ε) | επηρεάστηκε | επηρεάστηκαν, επηρεαστήκανε | ||
Per fect |
έχω επηρεάσει έχω επηρεασμένο |
έχουμε επηρεάσει έχουμε επηρεασμένο |
έχω επηρεαστεί είμαι επηρεασμένος, -η |
έχουμε επηρεαστεί είμαστε επηρεασμένοι, -ες |
|
έχεις επηρεάσει έχεις επηρεασμένο |
έχετε επηρεάσει έχετε επηρεασμένο |
έχεις επηρεαστεί είσαι επηρεασμένος, -η |
έχετε επηρεαστεί είστε επηρεασμένοι, -ες |
||
έχει επηρεάσει έχει επηρεασμένο |
έχουν επηρεάσει έχουν επηρεασμένο |
έχει επηρεαστεί είναι επηρεασμένος, -η, -ο |
έχουν επηρεαστεί είναι επηρεασμένοι, -ες, -α |
||
Plu per fect |
είχα επηρεάσει είχα επηρεασμένο |
είχαμε επηρεάσει είχαμε επηρεασμένο |
είχα επηρεαστεί ήμουν επηρεασμένος, -η |
είχαμε επηρεαστεί ήμαστε επηρεασμένοι, -ες |
|
είχες επηρεάσει είχες επηρεασμένο |
είχατε επηρεάσει είχατε επηρεασμένο |
είχες επηρεαστεί ήσουν επηρεασμένος, -η |
είχατε επηρεαστεί ήσαστε επηρεασμένοι, -ες |
||
είχε επηρεάσει είχε επηρεασμένο |
είχαν επηρεάσει είχαν επηρεασμένο |
είχε επηρεαστεί ήταν επηρεασμένος, -η, -ο |
είχαν επηρεαστεί ήταν επηρεασμένοι, -ες, -α |
||
Fut ure Cont inuous |
θα επηρεάζω | θα επηρεάζουμε, θα επηρεάζομε | θα επηρεάζομαι | θα επηρεαζόμαστε | |
θα επηρεάζεις | θα επηρεάζετε | θα επηρεάζεσαι | θα επηρεάζεστε, θα επηρεαζόσαστε | ||
θα επηρεάζει | θα επηρεάζουν(ε) | θα επηρεάζεται | θα επηρεάζονται | ||
Simp Fut |
θα επηρεάσω | θα επηρεάσουμε, θα επηρεάσομε | θα επηρεαστώ | θα επηρεαστούμε | |
θα επηρεάσεις | θα επηρεάσετε | θα επηρεαστείς | θα επηρεαστείτε | ||
θα επηρεάσει | θα επηρεάσουν(ε) | θα επηρεαστεί | θα επηρεαστούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω επηρεάσει θα έχω επηρεασμένο |
θα έχουμε επηρεάσει θα έχουμε επηρεασμένο |
θα έχω επηρεαστεί θα είμαι επηρεασμένος, -η |
θα έχουμε επηρεαστεί θα είμαστε επηρεασμένοι, -ες |
|
θα έχεις επηρεάσει θα έχεις επηρεασμένο |
θα έχετε επηρεάσει θα έχετε επηρεασμένο |
θα έχεις επηρεαστεί θα είσαι επηρεασμένος, -η |
θα έχετε επηρεαστεί θα είστε επηρεασμένοι, -ες |
||
θα έχει επηρεάσει θα έχει επηρεασμένο |
θα έχουν επηρεάσει θα έχουν επηρεασμένο |
θα έχει επηρεαστεί θα είναι επηρεασμένος, -η, -ο |
θα έχουν επηρεαστεί θα είναι επηρεασμένοι, -ες, -α |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να επηρεάζω | να επηρεάζουμε, να επηρεάζομε | να επηρεάζομαι | να επηρεαζόμαστε |
να επηρεάζεις | να επηρεάζετε | να επηρεάζεσαι | να επηρεάζεστε, |
||
να επηρεάζει | να επηρεάζουν(ε) | να επηρεάζεται | να επηρεάζονται | ||
Aorist | να επηρεάσω | να επηρεάσουμε, να επηρεάσομε | να επηρεαστώ | να επηρεαστούμε | |
να επηρεάσεις | να επηρεάσετε | να επηρεαστείς | να επηρεαστείτε | ||
να επηρεάσει | να επηρεάσουν | να επηρεαστεί | να επηρεαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω επηρεάσει να έχω επηρεασμένο |
να έχουμε επηρεασμένο |
να έχω επηρεαστεί |
να έχουμε επηρεαστεί |
|
να έχεις επηρεασμένο |
να έχετε επηρεάσει να έχετε επηρεασμένο |
να έχεις επηρεαστεί να είσαι επηρεασμένος, -η |
να έχετε επηρεαστεί να είστε επηρεασμένοι, -ες |
||
να έχει επηρεάσει να έχει επηρεασμένο |
να έχουν επηρεάσει να έχουν επηρεασμένο |
να έχει επηρεαστεί |
να έχουν επηρεαστεί |
||
Imper ative |
Pres | επηρέαζε | επηρεάζετε | επηρεάζεστε | |
Aorist | επηρέασε | επηρεάστε | επηρεάσου | επηρεαστείτε | |
Part iciple |
Pres | επηρεάζοντας | επηρεαζόμενος | ||
Perf | έχοντας επηρεάσει, έχοντας επηρεασμένο | επηρεασμένος, -η, -ο | επηρεασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | επηρεάσει | επηρεαστεί |