ΕΝΘΟΥΣΙΑΖΩ I fill with |
Active | Passive | |||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I C A T I V E |
Pres ent |
ενθουσιάζω | ενθουσιάζουμε, ενθουσιάζομε | ενθουσιάζομαι | ενθουσιαζόμαστε |
ενθουσιάζεις | ενθουσιάζετε | ενθουσιάζεσαι | ενθουσιάζεστε, ενθουσιαζόσαστε | ||
ενθουσιάζει | ενθουσιάζουν(ε) | ενθουσιάζεται | ενθουσιάζονται | ||
Imper fect |
ενθουσίαζα | ενθουσιάζαμε | ενθουσιαζόμουνα | ενθουσιαζόμαστε, ενθουσιαζόμασταν | |
ενθουσίαζες | ενθουσιάζατε | ενθουσιαζόσουνα | ενθουσιαζόσαστε, ενθουσιαζόσασταν | ||
ενθουσίαζε | ενθουσίαζαν, ενθουσιάζαν(ε) | ενθουσιαζότανε | ενθουσιάζονταν, ενθουσιαζόντανε, ενθουσιαζόντουσαν | ||
Aorist | ενθουσίασα | ενθουσιάσαμε | ενθουσιάστηκα | ενθουσιαστήκαμε | |
ενθουσίασες | ενθουσιάσατε | ενθουσιάστηκες | ενθουσιαστήκατε | ||
ενθουσίασε | ενθουσίασαν, ενθουσιάσαν(ε) | ενθουσιάστηκε | ενθουσιάστηκαν, ενθουσιαστήκανε | ||
Per fect |
έχω ενθουσιάσει |
έχουμε ενθουσιάσει |
έχω ενθουσιαστεί |
έχουμε ενθουσιαστεί |
|
έχεις ενθουσιάσει |
έχετε ενθουσιάσει |
έχεις ενθουσιαστεί |
έχετε ενθουσιαστεί |
||
έχει ενθουσιάσει |
έχουν ενθουσιάσει |
έχει ενθουσιαστεί είναι ενθουσιασμένος, -η, -ο |
έχουν ενθουσιαστεί |
||
Plu per fect |
είχα ενθουσιάσει |
είχαμε ενθουσιάσει |
είχα ενθουσιαστεί |
είχαμε ενθουσιαστεί |
|
είχες ενθουσιάσει |
είχατε ενθουσιάσει |
είχες ενθουσιαστεί |
είχατε ενθουσιαστεί |
||
είχε ενθουσιάσει |
είχαν ενθουσιάσει |
είχε ενθουσιαστεί |
είχαν ενθουσιαστεί |
||
Fut ure Cont inuous |
θα ενθουσιάζω | θα ενθουσιάζουμε, |
θα ενθουσιάζομαι | θα ενθουσιαζόμαστε | |
θα ενθουσιάζεις | θα ενθουσιάζετε | θα ενθουσιάζεσαι | θα ενθουσιάζεστε, |
||
θα ενθουσιάζει | θα ενθουσιάζουν(ε) | θα ενθουσιάζεται | θα ενθουσιάζονται | ||
Simp Fut |
θα ενθουσιάσω | θα ενθουσιάσουμε, |
θα ενθουσιαστώ | θα ενθουσιαστούμε | |
θα ενθουσιάσεις | θα ενθουσιάσετε | θα ενθουσιαστείς | θα ενθουσιαστείτε | ||
θα ενθουσιάσει | θα ενθουσιάσουν(ε) | θα ενθουσιαστεί | θα ενθουσιαστούν(ε) | ||
Fut Perf |
θα έχω ενθουσιάσει |
θα έχουμε ενθουσιάσει |
θα έχω ενθουσιαστεί |
θα έχουμε ενθουσιαστεί |
|
θα έχεις ενθουσιάσει |
θα έχετε ενθουσιάσει |
θα έχεις ενθουσιαστεί |
θα έχετε ενθουσιαστεί |
||
θα έχει ενθουσιάσει |
θα έχουν ενθουσιάσει |
θα έχει ενθουσιαστεί |
θα έχουν ενθουσιαστεί |
||
S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να ενθουσιάζω | να ενθουσιάζουμε, |
να ενθουσιάζομαι | να ενθουσιαζόμαστε |
να ενθουσιάζεις | να ενθουσιάζετε | να ενθουσιάζεσαι | να ενθουσιάζεστε, |
||
να ενθουσιάζει | να ενθουσιάζουν(ε) | να ενθουσιάζεται | να ενθουσιάζονται | ||
Aorist | να ενθουσιάσω | να ενθουσιάσουμε, |
να ενθουσιαστώ | να ενθουσιαστούμε | |
να ενθουσιάσεις | να ενθουσιάσετε | να ενθουσιαστείς | να ενθουσιαστείτε | ||
να ενθουσιάσει | να ενθουσιάσουν | να ενθουσιαστεί | να ενθουσιαστούν(ε) | ||
Perf | να έχω ενθουσιάσει |
να έχουμε ενθουσιάσει |
να έχω ενθουσιαστεί |
να έχουμε ενθουσιαστεί |
|
να έχεις ενθουσιάσει |
να έχετε ενθουσιάσει |
να έχεις ενθουσιαστεί |
να έχετε ενθουσιαστεί |
||
να έχει ενθουσιάσει |
να έχουν ενθουσιάσει |
να έχει ενθουσιαστεί |
να έχουν ενθουσιαστεί |
||
Imper ative |
Pres | ενθουσίαζε | ενθουσιάζετε | ενθουσιάζεστε | |
Aorist | ενθουσίασε | ενθουσιάστε | ενθουσιάσου | ενθουσιαστείτε | |
Part iciple |
Pres | ενθουσιάζοντας | ενθουσιαζόμενος | ||
Perf | έχοντας ενθουσιάσει, έχοντας ενθουσιασμένο | ενθουσιασμένος, -η, -ο | ενθουσιασμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ενθουσιάσει | ενθουσιαστεί |