| ΔΙΕΥΘΥΝΩ I manage |
Active | Passive | |||
|---|---|---|---|---|---|
| Singular | Plural | Singular | Plural | ||
| I N D I C A T I V E |
Pres ent |
διευθύνω | διευθύνουμε, διευθύνομε | διευθύνομαι | διευθυνόμαστε |
| διευθύνεις | διευθύνετε | διευθύνεσαι | διευθύνεστε, διευθυνόσαστε | ||
| διευθύνει | διευθύνουν(ε) | διευθύνεται | διευθύνονται | ||
| Imper fect |
διεύθυνα | διευθύναμε | διευθυνόμουν(α) | διευθυνόμαστε, διευθυνόμασταν | |
| διεύθυνες | διευθύνατε | διευθυνόσουν(α) | διευθυνόσαστε, διευθυνόσασταν | ||
| διεύθυνε | διεύθυναν, διευθύναν(ε) | διευθυνόταν(ε) | διευθύνονταν, διευθυνόντανε, διευθυνόντουσαν | ||
| Aorist | διηύθυνα, διεύθυνα | διευθύναμε | διευθύνθηκα | διευθυνθήκαμε | |
| διηύθυνες, διεύθυνες | διευθύνατε | διευθύνθηκες | διευθυνθήκατε | ||
| διηύθυνε, διεύθυνε | διηύθυναν, διεύθυναν, διευθύναν(ε) | διευθύνθηκε | διευθύνθηκαν, διευθυνθήκαν(ε) | ||
| Per fect |
|||||
| Plu per fect |
|||||
| Fut ure Cont inuous |
θα διευθύνω | θα διευθύνουμε, |
θα διευθύνομαι | θα διευθυνόμαστε | |
| θα διευθύνεις | θα διευθύνετε | θα διευθύνεσαι | θα διευθύνεστε, |
||
| θα διευθύνει | θα διευθύνουν(ε) | θα διευθύνεται | θα διευθύνονται | ||
| Simp Fut |
θα διευθύνω | θα διευθύνουμε, |
θα διευθυνθώ | θα διευθυνθούμε | |
| θα διευθύνεις | θα διευθύνετε | θα διευθυνθείς | θα διευθυνθείτε | ||
| θα διευθύνει | θα διευθύνουν(ε) | θα διευθυνθεί | θα διευθυνθούν(ε) | ||
| Fut Perf |
|||||
| S U B J U N C T I V E |
Pres ent |
να διευθύνω | να διευθύνουμε, |
να διευθύνομαι | να διευθυνόμαστε |
| να διευθύνεις | να διευθύνετε | να διευθύνεσαι | να διευθύνεστε, |
||
| να διευθύνει | να διευθύνουν(ε) | να διευθύνεται | να διευθύνονται | ||
| Aorist | να διευθύνω | να διευθύνουμε, |
να διευθυνθώ | να διευθυνθούμε | |
| να διευθύνεις | να διευθύνετε | να διευθυνθείς | να διευθυνθείτε | ||
| να διευθύνει | να διευθύνουν(ε) | να διευθυνθεί | να διευθυνθούν(ε) | ||
| Perf | |||||
| Imper ative |
Pres | διεύθυνε | διευθύνετε | διευθύνεστε | |
| Aorist | διεύθυνε | διευθύνετε | διευθύνσου | διευθυνθείτε | |
| Part iciple |
Pres | διευθύνοντας | |||
| Perf | έχοντας διευθύνει | ||||
| Infin | Aorist | διευθύνει | διευθυνθεί | ||